Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Το Θραύσμα των Χριστουγέννων







Οι μέρες κυλούσαν όπως οι κρύσταλλοι του mdma πάνω σε μια, οποιαδήποτε λεία επιφάνεια και ο υποτιθέμενα μαύρος Δεκέμβρης του 2015 ετοιμαζόταν να βγάλει απ’ την ντουλάπα του τα λευκά του ρούχα και να ξεχυθεί σαν εμετός στην Ελλαδίτσα. Όμορφα. Αναστέναξε λίγο βέβαια γιατί κι αυτός θα προτιμούσε την μαύρη μαυρίλα απ’ τα white Christmas, καθώς το μαύρο αδυνατίζει και στις γιορτές όλοι βάζουν κιλά ακόμα και οι φτωχοί. Ο παλιός χρόνος ετοιμαζόταν να δώσει τη θέση του στον καινούργιο και ταυτόχρονα να υποδεχθεί μερικές χιλιάδες φυλλάδια αριστερών και αναρχικών ομάδων για τους κινδύνους της υπερκατανάλωσης (σε μια χώρα με 60% ανεργία), τη βιομηχανία κρέατος και γούνας (ενώ κόσμος λιποθυμάει από την πείνα και ο μόνος λόγος που αντέχει η εκκλησία και ο Μαρινάκης είναι τα συσσίτια που οργανώνουν) και τους κουίρ να γκαρίζουν που δεν τους χωράει η οικογενειακή ατμόσφαιρα των γιορτών. Ε αυτό το τελευταίο ισχύει. Κάπως δύσκολο να καταλάβει η γιαγιά απ’ το χωριό την απάντηση «Είμαι biromantic asexual» στην παράκληση της, ίσως για τελευταία χρονιά πριν πεθάνει από καρκίνο στα 87 της, «Έλα να φάμε γαλοπούλα γιαβρεμου». Τι να πεις. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ, όπως οι θέσεις των αυτόνομων για την επιστήμη.

Αλλά η Ελλάδα και κυρίως η πρωτεύουσα της, η Αθήνα, δεν φιλοξενούσε στο εσωτερικό του πολυκυτταρικού οργανισμού της μόνο μικροαστικές γιορτινές φιγούρες και εξεγερμένους νεολαίους που ποστάρουν ολημερίς στον χαοτισμό και στο αναρχοκουίρ. Μακάρι να ήταν έτσι τα πράγματα. Στις πιο σκοτεινές, άλλα και πιο φωτεινές γωνιές της μεγαλύτερης πόλης των Βαλκανίων ορισμένοι άνθρωποι-τέρατα περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να κάνουν την κίνηση τους.

Ο Νίκος ο Γλίτσας ήταν ένας από αυτούς. Απόφοιτος πολυτεχνείου, κατοικούσε στην Αγία Παρασκευή και δούλευε ως αρχιτέκτονας. Εντάξει το πραγματικό του όνομα δεν ήταν αυτό, αλλά έτσι κι αλλιώς η ιστορία που θα ακούσετε είναι τόσο περίεργη που αυτό είναι το λιγότερο. Εγώ την έμαθα περιμένοντας μαζί του λεωφορείο μια μέρα στο σταθμό του Χαλανδρίου. Στην αρχή νόμιζα ότι μίλαγε για μια τύπισσα που γούσταρα αλλά μετά κατάλαβα ότι έλεγε κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον, για το πως άλλαξε ΟΛΗ ΤΟΥ Η ΖΩΗ.

Ο Νίκος λοιπόν επιφανειακά ήταν ένας άψογος άνθρωπος. Είχε κινηθεί σωστά στη ζωή του και είχε παίξει τα ομολογουμένως αρκετά καλά χαρτιά που του είχαν τύχει την κατάλληλη στιγμή. Νωρίς τέλειωσε τη σχολή, νωρίς βρήκε σωστή δουλειά και νωρίς αξιοποίησε τις πολύ καλές και υψηλόβαθμες γνωριμίες που είχε η οικογένεια του. Απ’ την Πεντέλη μετακόμισε στην Αγία Παρασκευή σε ένα μικρό αλλά μοντέρνο και άνετο για ένα άτομο διαμέρισμα όπου σταθερά κάθε χρόνο αύξανε το ατομικό του εισόδημα. Στα 30 του δεν ζούσε βέβαια κάποια παραλλαγή του αμέρικαν σάικο αλλά σίγουρα  θεωρούταν απ’ τους συνομήλικους του φτασμένος και οι παρέες του ήταν και αυτές σε αντίστοιχο επίπεδο. Οι γονείς του βέβαια τον μάλωναν καμιά φορά που δεν τους είχε πάει καμιά νύφη ακόμα σπίτι, κάτι που θα συμπλήρωνε άψογα το καλό όνομα της οικογένειας αλλά αυτός χαμογελούσε αινιγματικά και έλεγε.

«Είμαι μικρός ακόμα»

Και η αλήθεια είναι ότι εκτός από μικρός, που ίσως και να είναι μια πραγματικότητα για την εποχή μας, ο Γλίτσας, είχε και μια σειρά περίεργες προτιμήσεις που θα έκαναν πολύ δύσκολο το να παντρευτεί ή να κρατήσει μια σχέση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Γκόμενες παίζανε  πολλές, αλλά καμία δεν έμενε, τώρα βέβαια τα τραβήγματα με άκυρους και άκυρες δεν είναι τίποτα το καινούργιο ούτε για την τάξη τους, ούτε για την τάξη μας, ωστόσο οι μικροαστοί συνηθίζουν να διατηρούν και μια σχέση για τα μάτια του κόσμου. Ο Γλίτσας όμως δεν. Κι ούτε το κάλυπτε με ατάκες τύπου «Αφού είμαι πολυγαμικός, τι να κάνουμε», μόνο χαμογελούσε, πάντα χαμογελούσε, όταν τον ρώταγαν το γιατί.

Ήταν το χαμόγελο του παιδόφιλου.

Διαπίστωσε ότι του αρέσουν τα παιδιά κάπου στο λύκειο. Στην τρίτη λυκείου μάλιστα ερωτεύτηκε ένα κοριτσάκι που τότε μόλις άρχιζε το γυμνάσιο, κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία και εδώ που τα λέμε, σιγά το πράγμα, τελειώνοντας όμως και το πανεπιστήμιο, ο Νίκος ο Γλίτσας, συνέχισε τα προτιμάει τέτοια κοριτσάκια και μάλιστα που αντί για γυμνάσιο τέλειωναν το δημοτικό, οι προτιμήσεις του δεν άργησαν να επεκταθούν και στα αγόρια τα οποία έβρισκε απίστευτα γλυκούλια γύρω στα 8 ή 10 έως 12 χρονών, στα κοριτσάκια του άρεσε να το γλεντάει λίγο παραπάνω. Η ιδανική ηλικία ήταν τα 13-14 άρα παιδόφιλο δεν τον έλεγες με τίποτα, ε λίγο καραγκιόζη μόνο.
 
Για να καλύψει τις σεξουαλικές του «ατασθαλίες», τις οποίες εξασφάλιζε πολλές φορές πληρώνοντας διεφθαρμένες οικογένειες, κατηχητικά , ομάδες γ εθνικής χωρίς πόρους και άλλα τέτοια φυτώρια, φρόντιζε πάντα να έχει διάφορες χαλαρές σχέσεις του δίμηνου ώστε να τον θεωρούν έναν φυσιολογικό στρέιτ του οποίο η μόνη παραξενιά να είναι η άστατη μη μονογαμική σεξουαλική ζωή, τίποτα τραγικό. Και έτσι ο τριαντάρης μας αρχιτέκτονας είχε πρόσβαση στον εσωτερικό κόσμο νεαρών αγοριών και κοριτσιών χωρίς καμιά επίπτωση στη ζωή του, χωρίς να φαίνεται περιθωριακός ή παλιάνθρωπος ή καθήκι  (έκανε μάλιστα και πολύ καλές τιμές ως αρχιτέκτονας, ψήφισε και σύριζα στις εκλογές). Ε απλά έπρεπε να ανέχεται για λίγο καιρό πιο νορμάλ γυναίκες, διάλεγε φυσικά ότι πιο μικρό μπορούσε να βρει, 17,18, 19 στην χειρότερη. «Άμα μπει το «2» μπροστα στην ηλικία είναι σα να μπαίνουν στον τάφο για μένα» συνήθιζε να λέει στους κολλητούς του.

Και η μάνα του συνέχιζε να τον μαλώνει που δεν παντρεύεται και δεν της κάνει ιδιαιτέρως πλούσια εγγονάκια.

Το τέλος του 15 όμως δεν τον είχε βρει και στην καλύτερη ψυχολογική κατάσταση. Ακόμα και οι πλούσιοι μικροαστοί έχουν τα θέματα τους, even if they have sex. Ο λόγος δεν ήταν τα πνιγμένα παιδάκια Συρίας (είπαμε πλούσιος μικροαστός), ούτε η μη-ψήφιση του συμφώνου συμβίωσης απ’ το ΚΚΕ (ξέρετε πόσο δύσκολο είναι να συμβιώσεις με ένα παιδί;). Όχι. Ο λόγος είναι, πως σε μια σχεδόν τυχαία βόλτα του στα βουπού είχε πέσει μούρη με μούρη πάνω σε εκείνον τον παιδικεφηβικό του έρωτα, σε εκείνη την τύπισσα ναι, που τότε πήγαινε γυμνάσιο κι αυτός λύκειο. Δεν μίλησαν και ιδιαίτερα βέβαια. Τα τυπικά.

«Τι πίνεις;»
«Τσάι»
«Και τι κάνεις;»
«Δουλεύω πολύ στο γραφείο αυτές τις μέρες»
«Εγώ διασκεδάζω»
«Χαχαχα, σωστή!»
«Ναι»
«Ναι»
«Να τα πούμε καμιά φορά»
«Γιατί όχι...»

«Και τι να πούμε» σκέφτηκε ο Γλίτσας καθώς απομακρύνθηκε βιαστικά βιαστικά από κοντά της ή μάλλον και οι δυο τους απομακρύνθηκαν βιαστικά ένας από τον άλλο. Μικροαστοί και προλετάριες και έρωτες καλοί για μυθιστορήματα και ποιήματα αλλά ανάξιοι για τη ζωή...

Μετά από αυτή τη συνάντηση και τον καθόλου συναρπαστικό διάλογο τους, ο Νίκος δεν μπορούσε να συνέλθει. Τι τον είχε πιάσει. Η τύπισσα ήταν, προσέξτε, 24! Χρονών. Και ένιωθε απέναντι της κάτι σαν... στοργή και ζεστασιά. Όταν είπε σε έναν κοντινό του ότι την είδε, αυτός σχολίασε

«Τι θυμάσαι αυτή ρε, από παιδί την ξέρουμε»
«Ναι» είπε ο Νίκος και χαμογέλασε
«Καλό μουνί έγινε όμως»
Ο Νίκος τον στραβοκοίταξε
«Πλάκα κάνω φυσικά, αλλά έτσι κι αλλιώς εσένα δε σ’αρέσουν οι ... μεγάλες, τι θέμα έχεις»
Ο Γλίτσας κοίταξε το πάτωμα, ξανακοίταξε το πάτωμα, ξαναξανακοίταξε το πάτωμα σκέφτηκε ότι ο Νίτσε έγραψε υπερβολικά πολλά βιβλία και σχολίασε.
«Ναι ίσως είμαι υπερβολικός...»

Τέλος πάντων καθώς πλησίαζε η αλλαγή του χρόνου, ο Νίκος σκεφτόταν πως θα ξαναβρεί τον παλιό καλό του εαυτό. Τι κι αν ξαναείδε όλες τις γυμνές φωτογραφίες ανηλίκων που είχαν τραβηχτεί χωρίς τη συγκατάθεση τους. Τι κι αν πήγε με αρκετά κοριτσάκια πολύ κάτω των 18, τίποτα, τίποτα δεν μπορούσε να βελτιώσει τη διάθεση του.
Μέχρι που το αποφάσισε.
yolo.
roleplaying ως το θάνατο.

Για φέτος τις γιορτές ο ήρωας μας θα έκανε κάτι ξεχωριστό για να ξεσπάσει και να προχωρήσει παρακάτω τη ζωή του. Θα ντυνόταν άγιος Βασίλης, θα έμπαινε απ’ τις καμινάδες σε τρία σπίτια αγοριών που ήξερε ότι είναι μικρά, αθώα και απροστάτευτα και θα τα βίαζε σχεδόν μέχρι θανάτου. Θα ήταν το δικό τους –καθόλου μικρό- δώρο. Ντρεπόταν βέβαια λίγο κοτζάμ αρχιτέκτονας να ντύνεται αι Βασίλης αλλά broστα κάλη τι νε ο πόνος;

Και μη σας τα πολυλογώ, ο Νίκος ο Γλίτσας πήγε σε ένα μαγαζί, αγόρασε στολή Αί Βασίλη, Σάκο, Δώρα. Μετά πήγε αλλού και πήρε λιπαντικό, μαχαίρια, χειροπέδες, μαστίγιο και γκλόμπ.  Και κατόπιν αυτών έβαλε λίγο τσαγάκι κάθισε σπίτι του να ηρεμήσει και να προετοιμαστεί για το μεγάλο βράδυ, έκλεισε λίγο τα ματάκια του, έγειρε στο πλάι και αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε έντρομος λίγη ώρα αργότερα με φόβο πως είχε χάσει την επίμαχη στιγμή. Αλλά ευτυχώς ήταν μόνο 12 παρά τέταρτο το βράδυ.

Με γρήγορες κινήσεις φόρεσε όλα τα απαραίτητα για την εργασία του. Πρώτος σταθμός ήταν το σπίτι του Διονύση μετά του Γιαννάκη και τέλος του Ανδωνάκη. 7,5 και 8 χρονών αντίστοιχα. Σχεδόν μπορούσε ήδη να γευτεί τη σάρκα τους στα χείλη του, «Μιαμ μιαμ» σκέφτηκε «Επιτέλους οι διακοπές που μου αξίζουν» και όντως ήταν οι διακοπές που άξιζαν σε κάθε καθήκι μικροαστό εκεί έξω. Η αποθέωση του ψυχικού του κόσμου. Παρασιτώ σε κάποιον άλλον για την προσωπική μου ηδονή ψυχικά και σωματικά. Ίσως ο αναγνώστης να πιστεύει ότι στον ήρωα του διηγήματος αξίζει μια κρεμάλα. Ίσως πιστεύετε και στο κάρμα και στην κόλαση και στον παράδεισο. Είναι δικό σας θέμα αυτό σύντροφοι. 

Ο Άι-Γλίτσας μπήκε στο αμάξι, έξω οι λάμπες είχαν σβήσει και όλοι ήταν σπίτια τους για την αλλαγή του χρόνου, ακόμα και αυτός ήταν καλεσμένος στο πατρικό του αλλά απόψε είχε πιο σημαντικά πράγματα να κάνει. Άναψε τα φώτα του αμαξιού για να βλέπει αλλά διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να το κάνει γιατί κάποιος τα είχε σπάσει, «το μουνί της μάνας του» σκέφτηκε αλλά αμέσως μετά ησύχασε «δεν πειράζει, ξέρω τη διαδρομή για το σπίτι του διονυσάκη απέξω και ανακατωτά» και γκάζωσε.
ΜΠΑΜ!

Το αμάξι έπεσε πάνω σε κάτι, δεν μπορούσε να δει ξεκάθαρα τι ήταν, έπρεπε να κατέβει να δει. Ήλπιζε να μην ήταν κάτι ζωντανό, ή αν ήταν να μην ήταν πλέον εν ζωή αλλά να είχε περάσει μόνιμα στην άλλη πλευρά του αχέρωτα και να μην παζάρευε με το χάρο το τίμημα της βαρκάδας.
Βγήκε απ’ το αμάξι, έκλεισε την πόρτα πίσω του και άναψε τον φακό απ’ το κινητό του για να δει καλύτερα. Αντίκρισε ξεκάθαρα τα κουφάρια τριών ανθρώπων. 
«ΘΕΕ ΜΟΥ» σκέφτηκε
«Σκότωσα 3 ανθρώπους»
«Θα πάω φυλακή»
«Πρέπει να εξαφανιστώ από εδώ»

Με τους παλμούς της καρδιάς του να ανεβαίνουν σαν γιατρού που τον διέκοψαν από κατανάλωση κόκας για να του πούνε ότι έχει επείγον χειρουργείο πήγε προς το αμάξι του, αλλά η πόρτα ήταν κλειδωμένη, και δεν άνοιγε πχια με το κλειδάκι του.
«ΤΙ ΣΚΑΤΑ ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΥΤΟ» φώναξε

Ξαφνικά το αμάξι πήρε μπροστά αλλά πήγε μόνο του ... όπισθεν. Αφού απομακρύνθηκε 1-2 μέτρα από το σημείο που ήταν και από τον έντρομο ιδιοκτήτη του, έλουσε κάτω από φώτα κόκκινα τα τρία πτώματα που είχε χτυπήσει προ ολίγων λεπτών. Αυτά σηκώθηκαν. Ο Νίκος είχε παγώσει και δεν μπορούσε να κουνηθεί από τη θέση του. Μόνο ψέλλισε.
«Φαντάσματα...τέρατα»
«Πνεύματα» είπε το πρώτο πτώμα που σηκώθηκε 
«Το μόνο τέρας είσαι εσύ» είπε το δεύτερο πτώμα 

«Καλές γιορτές σύντροφε» είπε το τρίτο και τελευταίο πτώμα
«Τι είστε, τι θέλετε από μένα, δεν έκανα τίποτα»
«Δολοφονία εξ’αμελείας, απόπειρα βιασμού» σχολίασε το πρώτο πνεύμα περιπαιχτικά
«Όχι ότι είναι κακό να σκοτώνεις γενικά αλλά οι άλλες σου ασχολίες με αηδιάζουν» σχολίασε το δεύτερο θυμωμένα

«Και τέλος πάντων, ακόμα κι αν ήσουν ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο, είσαι πλούσιος, είσαι de-facto καθήκι ακόμα κι αν δεν πειράξεις μύγα, σκέψου τώρα που πειράζεις...πολλές μύγες» παρατήρησε ο τελευταίος μη αναμενόμενος επισκέπτης της βραδιάς του Νίκου.
«Πώς ξέρουν τόσα πολλά για μένα, τι συμβαίνει εδώ;» απόρησε ακόμα τρομαγμένα αλλά αισθανόμενος και μια απειλή για τις κατηγορίες που δεχόταν ο Νίκος ο Γλίτσας.
«Ποιοι είστε και τι θέλετε από μένα; Μιλήστε ξεκάθαρα» τους ζήτησε ο φρικαρισμένος αρχιτέκτονας.
Τα τρία πνεύματα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, αναστέναξαν σαν να απογοητεύτηκαν με τη στάση που κρατούσε ο συνομιλητής τους και του απηύθυναν πάλι το λόγο με τη σειρά που το είχαν κάνει ως τώρα.
«Είμαστε τα τρία πνεύματα των Χριστουγέννων, εγώ είμαι ο Ανδώνης»
«Εγώ είμαι ο Διονύσης»
«Εγώ είμαι ο Γιαννάκης»
«Μα είναι πρωτοχρονιά»
«Το ξέρουμε, κι εμείς αντιμετωπίσαμε αυτό το θέμα με την ορολογία αλλά θέλαμε κάτι με άι Βασίλη που να κρατάει όμως κάτι από Χριστούγεννα, δεν είναι αυτό το θέμα μας όμως, το θέμα μας είναι αυτά που σχεδίαζες απόψε»
«Τι σχεδίαζα;»
«Τους βιασμούς μας»
«Κάποιο λάθος κάνετε είστε πάνω από 20 και εγώ...»
«Ηρέμησε, γλύκα, ξέρουμε τις ηλικιακές σου προτιμήσεις, δεν είμαστε τα παιδάκια που θα βίαζες απόψε, είμαστε αυτό που θα καταλήξουν να γίνουν τα παιδάκια που θα βίαζες απόψε»
«Είστε εδώ απ’ το μέλλον για να με σκοτώσετε;»
Τα τρία πνεύματα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους
«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ»
«Τι λέει αυτός ρε»

Κατόπιν ο Γιαννάκης μίλησε
«Δε δουλεύουν έτσι τα πράγματα, έχουμε συναισθήματα αλλά όχι κρίση, θα σου δείξουμε το μέλλον αλλά δε θα φτιάξουμε τίποτα εμείς οι ίδιοι στο παρόν και στο παρελθόν. Αυτό θα το κρίνεις εσύ...γλύκα»

«Ξεκινάμε αμέσως» είπε ο Ανδώνης και τσαφ κούνησε δυο δάχτυλα και ένα σκοτάδι κάλυψε τα πάντα.


Λίγα δευτερόλεπτα μετά αυτός και ο Νίκος ο Γλίτσας επανεμφανίστηκαν σε ένα υπόγειο κάπου στο κέντρο της Αθήνας ή κι αν δεν ήταν εκεί σίγουρα θα μπορούσε από άποψη αισθητικής να είναι κέντρο της Αθήνας. Σε μια γωνιά ένας τύπος κάπνιζε ένα τσιγάρο και έκλαιγε.
«Να ξέρεις ότι κανείς δε μπορεί να σε δει, ούτε να σε ακουμπήσει, είμαστε παρατηρητές εδώ» είπε ο Ανδώνης

Ο τραγικός τύπος που ήταν στη γωνία έμοιαζε πάρα πολύ με τον Ανδώνη μόνο που ήταν κάποια χρόνια νεώτερος του. Κάπνιζε ένα τσιγάρο, στην άκρη  του δωματίου ήταν πεταμένο ένα γκαζάκι, ένα μπουκάλι νερό, 2-3 κουτάλια και μερικές σύριγγες. Ένα κρεβάτι της κακιάς ώρας και ένας καμένος υπολογιστής συμπλήρωναν τη διακόσμηση του δωματίου.

«Θλιβερό» είπε ο Νίκος.

«Οι γονείς του ποτέ δεν πίστεψαν ότι τον βίασαν και δεν του πρόσφεραν τη βοήθεια που έπρεπε, η κοινωνία επίσης, μόνο τα ναρκωτικά του στάθηκαν» σχολίασε ο Ανδώνης.

«Τουλάχιστον είχε κάτι να του σταθεί, άλλοι δεν είχαμε τίποτα, η πρέζα είναι μια καλύτερη λύση από το “Να τα πούμε καμιά φορά” όταν ξέρεις ότι το βάρος πέφτει στο ΚΑΜΙΑ φορά, δηλαδή όταν το βάρος πέφτει στην καρδιά σου. 
«Είσαι αναίσθητος...» σχολίασε ο Ανδώνης. «Δεν σνομπάρω τον έρωτα, αν ήθελες τόσο να μιλήσετε με την κοπέλα θα μπορούσες να το είχες επιδιώξει όμως»
«Θα προτιμούσα να πεθάνω σιγά σιγά σα το παιδί από δω να σου πω την αλήθεια»
«Απίστευτος...παραιτούμαι» είπε ο Ανδώνης και τσαφ! Χτύπησε τα δάχτυλα του και ένα σκοτάδι τους κάλυψε πάλι.


Ο Νίκος βρέθηκε σε ένα σχετικά γνώριμο μέρος, βου-που, Διόνυσος. Παρέα με το Διονύση αυτή τη φορά.
«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΟΛΥ ΠΛΑΚΑ, ΔΙΟΝΥΣΟΣ-ΔΙΟΝΥΣΗΣ Ε; ΤΙ ΑΣΤΕΙΟ» του είπε κοιτάζοντας τον με γουρλωμένο βλέμμα ο Διονύσης

«Ε οκέι, προφανώς δεν είσαι στα καλά σου» του απάντησε ο Νίκος.

«ΜΠΟΡΕΙ! Αλλά δεν είμαστε εδώ για την ψυχική μου υγεία, δεν είμαστε εδώ για κανένα συγκεκριμένο λόγο βασικά, ας παρατηρήσουμε μόνο, χουχουχου» είπε γελώντας το δεύτερο πνεύμα των χριστουγέννων και του έδειξε με τον χέρι του έναν τύπο που κουβάλαγε ένα μεγάλο τσουβάλι. Από μέσα άδειασε ένα πτώμα. Κατόπιν έβαλε να παίζει μπιτλς στο youtube και άρχισε να πίνει ένα ποτηράκι κρασί.
«Εκείνο το βράδυ που τον βίασες» εξήγησε ο Διονύσης. «Ξέχασες πάνω στη βιασύνη σου το σάκο σου. Οι γονείς του τον πήγανε σε ψυχίατρο αλλά δεν βοήθησε σε τίποτα γιατί το περιβάλλον του, φίλοι, γκόμενες κλπ δεν ήταν δεκτικό στην ιδιοσυγκρασία του και δεν του έδωσε τον χώρο και το χρόνο να συνέλθει, αντιθέτως τον επιβάρυνε με άσκοπο πούλινγκ. Κράτησε το σάκο και από μια ηλικία και έπειτα άρχισε να σκοτώνει ανθρώπους και να τους μαζεύει στο υπόγειο. Μόνο το να ακούει beatles τον ηρεμεί κάπως, μαζί με έναν καλό φόνο. Γενικώς έφτιαξες έναν σίριαλ κίλερ.»
«Όλοι έχουμε θελήσει να σκοτώσουμε κάποιον, άρα απλά ενθάρρυνα κάποιες τάσεις, είναι άδικο πχ να κατηγορείς το χόρτο επειδή μια μειοψηφία παθαίνει ψυχωτικά επεισόδια αφού πιει»

«Λολ σοβαρά αυτή είναι η ανάλυση σου;» 

«Ναι, και εγώ θα μπορούσα να ψάξω με ποιους τραβιέται αυτή η τύπισσα τώρα, έγινε και 24 τρομάρα της, αλλά δε το κάνω θέμα, άσε μας με τον κάθε ανώμαλο που σκοτώνει κόσμο, τελείωσες με το σόου σου χριστιανέ της πεντάρας;»
«... ναι τελειώσαμε...παλιοαρχίδι, τσαφ»

Το σκοτάδι κάλυψε για μια τελευταία φορά τα πάντα και ο ήρωας μας βρέθηκε σε ένα ζεστό σπιτάκι στη Βάρκιζα. Δίπλα του στεκόταν ο Γιαννάκης. Παραδίπλα ένας τύπος ήρεμα μίλαγε στο τηλέφωνο για την επερχόμενη κυκλοφορία ενός σιντί που μάλλον θα ήταν δικό του, για κάτι λεφτά που δεν του είχε δώσει το αφεντικό και θα του έδειχνε αυτός του γαμημένου, για την μαρία, που θα ερχόταν απ’ το σπίτι του σήμερα και για την μαλακισμένη την καθοδήγηση που τον έβαλε εξόρμηση την Κυριακή το πρωί.

«Το παιδί από δω» εξήγησε ο Γιαννάκης, το τρίτο πνεύμα των χριστουγέννων «Τα πήγε μια χαρά, οι γονείς του και ενδιαφέρθηκαν για αυτόν και του βρήκαν ψυχίατρο. Οι φίλοι του έδωσαν χώρο, χρόνο αλλά και τον βοήθησαν. Απομακρύνθηκε για όσο καιρό δεν ήταν έτοιμος από ερωτικές σχέσεις αλλά όταν επανήλθε γενικώς ήταν και αυτός εντάξει και πάνω κάτω οι υπόλοιποι εντάξει απέναντι του. Τα λεφτά δεν ήταν ποτέ πολλά σπίτι του αλλά κάτι βρισκόταν. Τα κατάφερε. Επέζησε και τώρα βοηθάει, με τον τρόπο του, κι άλλο κόσμο.»
«Τι εννοείς βοηθάει με τον τρόπο του» ρώτησε ο  Νίκος

«Ε ξέρεις έγινε κομμουνιστής, οργανώθηκε»

«Δηλαδή για να καταλάβω, το γεγονός ότι τον βίασα, αλλά κατάφερε να το ξεπεράσει επειδή συνάντησε καλούς ανθρώπους και όχι μπάσταρδους, καθήκια, μηδενιστές και εγωκεντρικούς (και μια σειρά ακόμα επίθετα που ο συγγραφέας θέλει μεν να προσθέσει εδώ για τους ανθρώπους αλλά αναγνωρίζει ότι είναι φάουλ από λογοτεχνικής άποψης) τον δίδαξαν πράγματα που στην πορεία τον οδήγησαν να γίνει... κομμουνιστής;
«Ναι»
«Και δεν πίνει χόρτο;»
«Όχι»
«Και πουλάει εφημερίδες;»
«Ναι»
«Και αγαπάει τους εργάτες και μισεί τα αφεντικά»
«Κάπως έτσι...»
«Μα.....»
«Φίλε μου τυπικά, εσύ ξεκίνησες αυτή την αλυσίδα των γεγονότων, αλλά νομίζω αρκετά είδες, ώρα να γυρίσουμε πίσω». ΤΣΑΦ!

Ένα φως έλουσε τα πάντα γύρω τους.

Ο Νίκος ο Γλίτσας ξύπνησε. Τον είχε πάρει ο ύπνος στη μέση του δρόμου. Για καλή του τύχη είχε προλάβει με κάποιο μαγικό τρόπο να πατήσει χειρόφρενο. «Όλα ήταν ένα κακό όνειρο» σκέφτηκε. Θα συνέχιζε την αποστολή του. Κοίταξε μέσα στο σάκο να βρει τα πράγματα του για να μπει σε μουντ και αρχίσει σιγά σιγά τη μακάβρια αποστολή του. Το περιεχόμενο του σάκου του όμως είχε εξαφανιστεί και δια μαγείας βρεθεί στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Έψαξε μέσα στο σάκο αργά και προσεχτικά και ανέσυρε από το βάθος του μια σύριγγα, ένα μαχαίρι και ένα κουπόνι οικονομικής ενίσχυσης. Μαζί τους και ένα σημείωμα.
«Ευτυχισμένο 2016!

Γιάννης,Διονύσης,Ανδώνης»

Και μια καρδούλα από κάτω. 

Το ξανασκέφτηκε το πράγμα. Ήθελε πολλά στη ζωή του αλλά όχι τη συνεισφορά του στο κομμουνιστικό κίνημα, άσε που αυτή η γαμημένη η καρδιά έτσι όπως την είχε ζωγραφίσει, όποιος την είχε ζωγραφίσει, τον είχε συγκινήσει κάπως. Όπως και να ‘χε αυτός δεν θα έφτιαχνε άλλους κομμουνιστές, τέρμα οι βιασμοί, τέρμα οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις, τέρμα η παιδοφιλία. Κοίταξε το ρολόι, ήταν 12 και 01. 

«Ευτυχισμένο 2016 και σε εσάς παιδάκια» σκέφτηκε και έγραψε σε ένα χαρτάκι «18+ μόνο!» το κόλλησε στο αμάξι του για να το θυμάται ως το δικό του new years resolution και γύρισε σπίτι του. Κοιμήθηκε μερικές ώρες. Το επόμενο πρωί, χάρισε τα μαστίγια και όλα αυτά που είχε αγοράσει στην πρώτη 18χρονη που πέτυχε στο δρόμο του ως δώρο. Κατόπιν, ντυμένος αι Βασίλης γέμισε το σάκο του με κείμενα ενάντια στην κουλτούρα του βιασμού, έπιασε μια καλή θέση στην πλατεία συντάγματος δίπλα στον τύπο με τον όγκο στον εγκέφαλο και άρχισε να τα μοιράζει. Πέρασε έτσι σχεδόν όλη την πρώτη μέρα του 2016 και την ολοκλήρωσε με ένα ζεστό φλιτζάνι τσάι αργά το βράδυ στο πατρικό με την οικογένεια του. Και στις ερωτήσεις περί ενός επερχόμενου γάμου απαντούσε: "Ίσως σε καμιά πενταριά χρόνια αν δεν μας κάνει Σοβιετική Ένωση ο Τσίπρας" Και όλοι χαίρονταν που είχαν τέτοιο γιο.

ΤΕΛΟΣ

-Καλά και με την 24χρονη που του άρεσε απ’ το λύκειο τι έγινε;
-Αυτό παιδιά είναι μια άλλη ιστορία που θα την πούμε σε κάποιο άλλο διήγημα ...

1 σχόλιο: