Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Του φίλου μου του χάρου


















Οι μήνες περνάνε γρήγορα,
σα να τρέχουν
υπερβολικά
μα συνήθως βολικά
κι αυτό είναι ένα στοίχημα για τον καθένα
οι μήνες περνούν, βασανιστικά
σα ψιλοκομμένο γυαλί στα μάτια
μα πιο συνήθως σα σχοινί
δεμένο στους καρπούς
μερακλίδικα επεξεργασμένο,
σχεδόν άφθαρτο.
Ο τοίχος έχει εσοχές
τρύπες για να ξεκουράζει καρφιά
και κρεμάστρες για να αράζει το σχοινί.
Το μισοκομμένο χέρι κινείται σπασμωδικά,
ειδικά όταν το βαραίνει το σχοινί
και δυο στεγνά μάτια,
ξερά ολότελα και σκούρα
είναι η χαρά του χάρου.
Του χάρου η χαρά.

Οι μήνες περνάν αργά,
σαν τη σκέψη που ξυπνάει,
και αγνοεί το παράθυρο
και από συνήθεια είναι άβολοι
κι αυτό είναι ένα λάθος για τον καθένα
οι μήνες περνούν, αβασάνιστα
σα χάδι προσεγμένο
μα συνήθως σα φτερό
στο χέρι εγκολπωμένο
της σειράς, αγορασμένο
απ' τη φύση του φθαρτό.
Ο τοίχος είναι λείος
έχει σκόνες για να ξεγελά
και σημάδια
για να κουράζει το κορμί.
Το αδιάφορο χέρι κινείται πειθαρχικά,
ειδικά όταν αγνοεί τα δάχτυλα.
Και τα μάτια είναι τρύπια!
 Πηγάδια οριζόντια, σκοτεινά
είναι η του χάρου η απόσυρση
Του χάρου η συνταξιοδότηση.

Οι μήνες είναι μνήμες
σα να χτυπούν
με νάζι
μα συνήθως με κακάδι
που αν τραβήξεις σε πονά
σα μαντινάδα που γεννιέται
μα συνήθως σα τραγούδι
κολλημένο στο λαιμό
ασφυχτικά κλεισμένο
στην αγκαλιά της βραδυκαρδίας.
Ο τοίχος είναι μια πλάνη
έχει εικόνες ζωντανές
και υπέροχες μορφές.
Το σταθερό χέρι κινείται αυθόρμητα
ειδικά όταν γυρεύει ηδονή
και δυο υγρά μάτια
ποταμοί βαθιοί
είναι του χάρου η υπομονή.
Ή μια σοφή επιλογή.




Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Και εις γάμου κοινωνίαν


Αϋπνία
Το κλειδί της επιτυχίας
στο άγαρμπο παιχνίδι της ματαίωσης
Τσέκα το νέο σκατό
-<< μπλααα μπλααα>>
- Ωραία λόγια
Σκάνε λέξεις
μαζί με τη χρόνια απορία του νοήματος τους
Δεν έχει νόημα. Αύριο θα νιώθουμε μικροί
Που τίποτα δε μάθαμε
Σύμφωνο επιβίωσης
Παραγγελία για το τραπέζι 3
η σερβιτόρα πίσω από το μπαρ
καθυστερεί την εκτίναξη του αριθμού των διαζυγίων
Τον νιώθω που πέφτει
ο μολυβένιος στρατιώτης
ΟΧΙ ΛΑΜΠΕΣ ΟΧΙ!
Ο ήχος των κεριών
που δεν υπάρχει
είναι της μέρας μου το βέβαιο
ΜΗ βάλετε σαρίκι στο γάμο μου
Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν θα γίνει
Δε ξέρω να χορεύω άλλωστε
Αν έχεις κάνει και φοιτητής
δεν θες να ξανά ακούσεις για ρύζια
Πόσο μάλλον όταν αυτά έρχονται στην μάπα σου
από τα γερόντια που ήξεραν το όνομα σου
Στην πλατεία του χωριού
Και τώρα <<Ο νεαρός δικός σας είναι?>>
Ο νεαρός θα ψόφαγε να έχει ‘’δικούς του’’
Ο νεαρός θα ψοφήσει σε 54 χρόνια
Και δεν θέλει ούτε να το σκέφτεται
Ο νεαρός γενικά δεν θέλει να σκέφτεται πχια
Ο νεαρός βράχνιασε από τις τόσες φωνές
Τώρα δεν θα ξαναμιλήσει
Ο νεαρός δεν αγαπάει κανέναν
Ο νεαρός δεν μπορεί να κλάψει
Μα κλαίει πότε για αυτό
Πότε για αυτούς που αγαπάει
Ο νεαρός είναι από ψηλό χωριό
Που φοράνε μαύρα όλο το χρόνο
Ο νεαρός είναι στα μαύρα
κι ας μην έζησε ποτέ στο χωριό του
Ίσως για αυτό δεν έμαθε ποτέ να χορεύει
Κι εκεί αν κάτι ξέρουν καλά
αυτό είναι σίγουρα το πώς να χορεύουν στους γάμους

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Προς εξαφάνιση


















Θυμάμαι εποχές
που έγινα κομμάτια για άλλους
θυμάμαι και φίλους μου που γίνανε κομμάτια για να ζήσουν  άλλοι
όμως,
γαμημένο πράγμα ο άνθρωπος,
σαν ένα γαμημένο γυμνοσάλιαγκα σαλιάρη
που τον θυμάμαι ακόμα.
Ακόμα όταν σέρνεται νομίζει πως κάνει βήματα δυνατά, δεινοσαύρου
μέσα σε ανόητες κάστες, πενιχρά παρεάκια
με φίλους φίδια οχιές που έρπονται για ν’ αναρριχηθούν στην κορυφή
ασκώντας την ιδιότητα του χαμαιλέοντα.
Είναι πρόθυμοι για τα πάντα μονάχα τις εποχές του ζευγαρώματος
μετά επιστρέφουν στις φωλιές τους όπου και αντηχούν οι ιστορίες τους.
Κλεισμένοι στις τρύπες τους.
Έτσι είν’ ο κόσμος.
Εγώ τι κάνω εδώ;
Οι μόνοι που συμπάθησα κι ένιωθαν παρόμοια
είναι κάτι μελαγχολικές κάμπιες που μέσα τους,
έκρυβαν μια πεταλούδα που ποτέ δεν θα βγει απ’ το κουκούλι της,
ενώ οι πιο ευδιάθετοι είχαν μια γνώριμη αρρώστια
να εκκολάπτεται βαθιά μέσα στο γέλιο τους.
Μα τώρα,
θυμάσαι
που σου είχα πει,
πως είμαι είδος σπάνιο;
Φοβάμαι μην εξαφανιστώ.