Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Το Θραύσμα των Χριστουγέννων







Οι μέρες κυλούσαν όπως οι κρύσταλλοι του mdma πάνω σε μια, οποιαδήποτε λεία επιφάνεια και ο υποτιθέμενα μαύρος Δεκέμβρης του 2015 ετοιμαζόταν να βγάλει απ’ την ντουλάπα του τα λευκά του ρούχα και να ξεχυθεί σαν εμετός στην Ελλαδίτσα. Όμορφα. Αναστέναξε λίγο βέβαια γιατί κι αυτός θα προτιμούσε την μαύρη μαυρίλα απ’ τα white Christmas, καθώς το μαύρο αδυνατίζει και στις γιορτές όλοι βάζουν κιλά ακόμα και οι φτωχοί. Ο παλιός χρόνος ετοιμαζόταν να δώσει τη θέση του στον καινούργιο και ταυτόχρονα να υποδεχθεί μερικές χιλιάδες φυλλάδια αριστερών και αναρχικών ομάδων για τους κινδύνους της υπερκατανάλωσης (σε μια χώρα με 60% ανεργία), τη βιομηχανία κρέατος και γούνας (ενώ κόσμος λιποθυμάει από την πείνα και ο μόνος λόγος που αντέχει η εκκλησία και ο Μαρινάκης είναι τα συσσίτια που οργανώνουν) και τους κουίρ να γκαρίζουν που δεν τους χωράει η οικογενειακή ατμόσφαιρα των γιορτών. Ε αυτό το τελευταίο ισχύει. Κάπως δύσκολο να καταλάβει η γιαγιά απ’ το χωριό την απάντηση «Είμαι biromantic asexual» στην παράκληση της, ίσως για τελευταία χρονιά πριν πεθάνει από καρκίνο στα 87 της, «Έλα να φάμε γαλοπούλα γιαβρεμου». Τι να πεις. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ, όπως οι θέσεις των αυτόνομων για την επιστήμη.

Αλλά η Ελλάδα και κυρίως η πρωτεύουσα της, η Αθήνα, δεν φιλοξενούσε στο εσωτερικό του πολυκυτταρικού οργανισμού της μόνο μικροαστικές γιορτινές φιγούρες και εξεγερμένους νεολαίους που ποστάρουν ολημερίς στον χαοτισμό και στο αναρχοκουίρ. Μακάρι να ήταν έτσι τα πράγματα. Στις πιο σκοτεινές, άλλα και πιο φωτεινές γωνιές της μεγαλύτερης πόλης των Βαλκανίων ορισμένοι άνθρωποι-τέρατα περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να κάνουν την κίνηση τους.

Ο Νίκος ο Γλίτσας ήταν ένας από αυτούς. Απόφοιτος πολυτεχνείου, κατοικούσε στην Αγία Παρασκευή και δούλευε ως αρχιτέκτονας. Εντάξει το πραγματικό του όνομα δεν ήταν αυτό, αλλά έτσι κι αλλιώς η ιστορία που θα ακούσετε είναι τόσο περίεργη που αυτό είναι το λιγότερο. Εγώ την έμαθα περιμένοντας μαζί του λεωφορείο μια μέρα στο σταθμό του Χαλανδρίου. Στην αρχή νόμιζα ότι μίλαγε για μια τύπισσα που γούσταρα αλλά μετά κατάλαβα ότι έλεγε κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον, για το πως άλλαξε ΟΛΗ ΤΟΥ Η ΖΩΗ.

Ο Νίκος λοιπόν επιφανειακά ήταν ένας άψογος άνθρωπος. Είχε κινηθεί σωστά στη ζωή του και είχε παίξει τα ομολογουμένως αρκετά καλά χαρτιά που του είχαν τύχει την κατάλληλη στιγμή. Νωρίς τέλειωσε τη σχολή, νωρίς βρήκε σωστή δουλειά και νωρίς αξιοποίησε τις πολύ καλές και υψηλόβαθμες γνωριμίες που είχε η οικογένεια του. Απ’ την Πεντέλη μετακόμισε στην Αγία Παρασκευή σε ένα μικρό αλλά μοντέρνο και άνετο για ένα άτομο διαμέρισμα όπου σταθερά κάθε χρόνο αύξανε το ατομικό του εισόδημα. Στα 30 του δεν ζούσε βέβαια κάποια παραλλαγή του αμέρικαν σάικο αλλά σίγουρα  θεωρούταν απ’ τους συνομήλικους του φτασμένος και οι παρέες του ήταν και αυτές σε αντίστοιχο επίπεδο. Οι γονείς του βέβαια τον μάλωναν καμιά φορά που δεν τους είχε πάει καμιά νύφη ακόμα σπίτι, κάτι που θα συμπλήρωνε άψογα το καλό όνομα της οικογένειας αλλά αυτός χαμογελούσε αινιγματικά και έλεγε.

«Είμαι μικρός ακόμα»

Και η αλήθεια είναι ότι εκτός από μικρός, που ίσως και να είναι μια πραγματικότητα για την εποχή μας, ο Γλίτσας, είχε και μια σειρά περίεργες προτιμήσεις που θα έκαναν πολύ δύσκολο το να παντρευτεί ή να κρατήσει μια σχέση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Γκόμενες παίζανε  πολλές, αλλά καμία δεν έμενε, τώρα βέβαια τα τραβήγματα με άκυρους και άκυρες δεν είναι τίποτα το καινούργιο ούτε για την τάξη τους, ούτε για την τάξη μας, ωστόσο οι μικροαστοί συνηθίζουν να διατηρούν και μια σχέση για τα μάτια του κόσμου. Ο Γλίτσας όμως δεν. Κι ούτε το κάλυπτε με ατάκες τύπου «Αφού είμαι πολυγαμικός, τι να κάνουμε», μόνο χαμογελούσε, πάντα χαμογελούσε, όταν τον ρώταγαν το γιατί.

Ήταν το χαμόγελο του παιδόφιλου.

Διαπίστωσε ότι του αρέσουν τα παιδιά κάπου στο λύκειο. Στην τρίτη λυκείου μάλιστα ερωτεύτηκε ένα κοριτσάκι που τότε μόλις άρχιζε το γυμνάσιο, κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία και εδώ που τα λέμε, σιγά το πράγμα, τελειώνοντας όμως και το πανεπιστήμιο, ο Νίκος ο Γλίτσας, συνέχισε τα προτιμάει τέτοια κοριτσάκια και μάλιστα που αντί για γυμνάσιο τέλειωναν το δημοτικό, οι προτιμήσεις του δεν άργησαν να επεκταθούν και στα αγόρια τα οποία έβρισκε απίστευτα γλυκούλια γύρω στα 8 ή 10 έως 12 χρονών, στα κοριτσάκια του άρεσε να το γλεντάει λίγο παραπάνω. Η ιδανική ηλικία ήταν τα 13-14 άρα παιδόφιλο δεν τον έλεγες με τίποτα, ε λίγο καραγκιόζη μόνο.
 
Για να καλύψει τις σεξουαλικές του «ατασθαλίες», τις οποίες εξασφάλιζε πολλές φορές πληρώνοντας διεφθαρμένες οικογένειες, κατηχητικά , ομάδες γ εθνικής χωρίς πόρους και άλλα τέτοια φυτώρια, φρόντιζε πάντα να έχει διάφορες χαλαρές σχέσεις του δίμηνου ώστε να τον θεωρούν έναν φυσιολογικό στρέιτ του οποίο η μόνη παραξενιά να είναι η άστατη μη μονογαμική σεξουαλική ζωή, τίποτα τραγικό. Και έτσι ο τριαντάρης μας αρχιτέκτονας είχε πρόσβαση στον εσωτερικό κόσμο νεαρών αγοριών και κοριτσιών χωρίς καμιά επίπτωση στη ζωή του, χωρίς να φαίνεται περιθωριακός ή παλιάνθρωπος ή καθήκι  (έκανε μάλιστα και πολύ καλές τιμές ως αρχιτέκτονας, ψήφισε και σύριζα στις εκλογές). Ε απλά έπρεπε να ανέχεται για λίγο καιρό πιο νορμάλ γυναίκες, διάλεγε φυσικά ότι πιο μικρό μπορούσε να βρει, 17,18, 19 στην χειρότερη. «Άμα μπει το «2» μπροστα στην ηλικία είναι σα να μπαίνουν στον τάφο για μένα» συνήθιζε να λέει στους κολλητούς του.

Και η μάνα του συνέχιζε να τον μαλώνει που δεν παντρεύεται και δεν της κάνει ιδιαιτέρως πλούσια εγγονάκια.

Το τέλος του 15 όμως δεν τον είχε βρει και στην καλύτερη ψυχολογική κατάσταση. Ακόμα και οι πλούσιοι μικροαστοί έχουν τα θέματα τους, even if they have sex. Ο λόγος δεν ήταν τα πνιγμένα παιδάκια Συρίας (είπαμε πλούσιος μικροαστός), ούτε η μη-ψήφιση του συμφώνου συμβίωσης απ’ το ΚΚΕ (ξέρετε πόσο δύσκολο είναι να συμβιώσεις με ένα παιδί;). Όχι. Ο λόγος είναι, πως σε μια σχεδόν τυχαία βόλτα του στα βουπού είχε πέσει μούρη με μούρη πάνω σε εκείνον τον παιδικεφηβικό του έρωτα, σε εκείνη την τύπισσα ναι, που τότε πήγαινε γυμνάσιο κι αυτός λύκειο. Δεν μίλησαν και ιδιαίτερα βέβαια. Τα τυπικά.

«Τι πίνεις;»
«Τσάι»
«Και τι κάνεις;»
«Δουλεύω πολύ στο γραφείο αυτές τις μέρες»
«Εγώ διασκεδάζω»
«Χαχαχα, σωστή!»
«Ναι»
«Ναι»
«Να τα πούμε καμιά φορά»
«Γιατί όχι...»

«Και τι να πούμε» σκέφτηκε ο Γλίτσας καθώς απομακρύνθηκε βιαστικά βιαστικά από κοντά της ή μάλλον και οι δυο τους απομακρύνθηκαν βιαστικά ένας από τον άλλο. Μικροαστοί και προλετάριες και έρωτες καλοί για μυθιστορήματα και ποιήματα αλλά ανάξιοι για τη ζωή...

Μετά από αυτή τη συνάντηση και τον καθόλου συναρπαστικό διάλογο τους, ο Νίκος δεν μπορούσε να συνέλθει. Τι τον είχε πιάσει. Η τύπισσα ήταν, προσέξτε, 24! Χρονών. Και ένιωθε απέναντι της κάτι σαν... στοργή και ζεστασιά. Όταν είπε σε έναν κοντινό του ότι την είδε, αυτός σχολίασε

«Τι θυμάσαι αυτή ρε, από παιδί την ξέρουμε»
«Ναι» είπε ο Νίκος και χαμογέλασε
«Καλό μουνί έγινε όμως»
Ο Νίκος τον στραβοκοίταξε
«Πλάκα κάνω φυσικά, αλλά έτσι κι αλλιώς εσένα δε σ’αρέσουν οι ... μεγάλες, τι θέμα έχεις»
Ο Γλίτσας κοίταξε το πάτωμα, ξανακοίταξε το πάτωμα, ξαναξανακοίταξε το πάτωμα σκέφτηκε ότι ο Νίτσε έγραψε υπερβολικά πολλά βιβλία και σχολίασε.
«Ναι ίσως είμαι υπερβολικός...»

Τέλος πάντων καθώς πλησίαζε η αλλαγή του χρόνου, ο Νίκος σκεφτόταν πως θα ξαναβρεί τον παλιό καλό του εαυτό. Τι κι αν ξαναείδε όλες τις γυμνές φωτογραφίες ανηλίκων που είχαν τραβηχτεί χωρίς τη συγκατάθεση τους. Τι κι αν πήγε με αρκετά κοριτσάκια πολύ κάτω των 18, τίποτα, τίποτα δεν μπορούσε να βελτιώσει τη διάθεση του.
Μέχρι που το αποφάσισε.
yolo.
roleplaying ως το θάνατο.

Για φέτος τις γιορτές ο ήρωας μας θα έκανε κάτι ξεχωριστό για να ξεσπάσει και να προχωρήσει παρακάτω τη ζωή του. Θα ντυνόταν άγιος Βασίλης, θα έμπαινε απ’ τις καμινάδες σε τρία σπίτια αγοριών που ήξερε ότι είναι μικρά, αθώα και απροστάτευτα και θα τα βίαζε σχεδόν μέχρι θανάτου. Θα ήταν το δικό τους –καθόλου μικρό- δώρο. Ντρεπόταν βέβαια λίγο κοτζάμ αρχιτέκτονας να ντύνεται αι Βασίλης αλλά broστα κάλη τι νε ο πόνος;

Και μη σας τα πολυλογώ, ο Νίκος ο Γλίτσας πήγε σε ένα μαγαζί, αγόρασε στολή Αί Βασίλη, Σάκο, Δώρα. Μετά πήγε αλλού και πήρε λιπαντικό, μαχαίρια, χειροπέδες, μαστίγιο και γκλόμπ.  Και κατόπιν αυτών έβαλε λίγο τσαγάκι κάθισε σπίτι του να ηρεμήσει και να προετοιμαστεί για το μεγάλο βράδυ, έκλεισε λίγο τα ματάκια του, έγειρε στο πλάι και αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε έντρομος λίγη ώρα αργότερα με φόβο πως είχε χάσει την επίμαχη στιγμή. Αλλά ευτυχώς ήταν μόνο 12 παρά τέταρτο το βράδυ.

Με γρήγορες κινήσεις φόρεσε όλα τα απαραίτητα για την εργασία του. Πρώτος σταθμός ήταν το σπίτι του Διονύση μετά του Γιαννάκη και τέλος του Ανδωνάκη. 7,5 και 8 χρονών αντίστοιχα. Σχεδόν μπορούσε ήδη να γευτεί τη σάρκα τους στα χείλη του, «Μιαμ μιαμ» σκέφτηκε «Επιτέλους οι διακοπές που μου αξίζουν» και όντως ήταν οι διακοπές που άξιζαν σε κάθε καθήκι μικροαστό εκεί έξω. Η αποθέωση του ψυχικού του κόσμου. Παρασιτώ σε κάποιον άλλον για την προσωπική μου ηδονή ψυχικά και σωματικά. Ίσως ο αναγνώστης να πιστεύει ότι στον ήρωα του διηγήματος αξίζει μια κρεμάλα. Ίσως πιστεύετε και στο κάρμα και στην κόλαση και στον παράδεισο. Είναι δικό σας θέμα αυτό σύντροφοι. 

Ο Άι-Γλίτσας μπήκε στο αμάξι, έξω οι λάμπες είχαν σβήσει και όλοι ήταν σπίτια τους για την αλλαγή του χρόνου, ακόμα και αυτός ήταν καλεσμένος στο πατρικό του αλλά απόψε είχε πιο σημαντικά πράγματα να κάνει. Άναψε τα φώτα του αμαξιού για να βλέπει αλλά διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να το κάνει γιατί κάποιος τα είχε σπάσει, «το μουνί της μάνας του» σκέφτηκε αλλά αμέσως μετά ησύχασε «δεν πειράζει, ξέρω τη διαδρομή για το σπίτι του διονυσάκη απέξω και ανακατωτά» και γκάζωσε.
ΜΠΑΜ!

Το αμάξι έπεσε πάνω σε κάτι, δεν μπορούσε να δει ξεκάθαρα τι ήταν, έπρεπε να κατέβει να δει. Ήλπιζε να μην ήταν κάτι ζωντανό, ή αν ήταν να μην ήταν πλέον εν ζωή αλλά να είχε περάσει μόνιμα στην άλλη πλευρά του αχέρωτα και να μην παζάρευε με το χάρο το τίμημα της βαρκάδας.
Βγήκε απ’ το αμάξι, έκλεισε την πόρτα πίσω του και άναψε τον φακό απ’ το κινητό του για να δει καλύτερα. Αντίκρισε ξεκάθαρα τα κουφάρια τριών ανθρώπων. 
«ΘΕΕ ΜΟΥ» σκέφτηκε
«Σκότωσα 3 ανθρώπους»
«Θα πάω φυλακή»
«Πρέπει να εξαφανιστώ από εδώ»

Με τους παλμούς της καρδιάς του να ανεβαίνουν σαν γιατρού που τον διέκοψαν από κατανάλωση κόκας για να του πούνε ότι έχει επείγον χειρουργείο πήγε προς το αμάξι του, αλλά η πόρτα ήταν κλειδωμένη, και δεν άνοιγε πχια με το κλειδάκι του.
«ΤΙ ΣΚΑΤΑ ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΥΤΟ» φώναξε

Ξαφνικά το αμάξι πήρε μπροστά αλλά πήγε μόνο του ... όπισθεν. Αφού απομακρύνθηκε 1-2 μέτρα από το σημείο που ήταν και από τον έντρομο ιδιοκτήτη του, έλουσε κάτω από φώτα κόκκινα τα τρία πτώματα που είχε χτυπήσει προ ολίγων λεπτών. Αυτά σηκώθηκαν. Ο Νίκος είχε παγώσει και δεν μπορούσε να κουνηθεί από τη θέση του. Μόνο ψέλλισε.
«Φαντάσματα...τέρατα»
«Πνεύματα» είπε το πρώτο πτώμα που σηκώθηκε 
«Το μόνο τέρας είσαι εσύ» είπε το δεύτερο πτώμα 

«Καλές γιορτές σύντροφε» είπε το τρίτο και τελευταίο πτώμα
«Τι είστε, τι θέλετε από μένα, δεν έκανα τίποτα»
«Δολοφονία εξ’αμελείας, απόπειρα βιασμού» σχολίασε το πρώτο πνεύμα περιπαιχτικά
«Όχι ότι είναι κακό να σκοτώνεις γενικά αλλά οι άλλες σου ασχολίες με αηδιάζουν» σχολίασε το δεύτερο θυμωμένα

«Και τέλος πάντων, ακόμα κι αν ήσουν ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο, είσαι πλούσιος, είσαι de-facto καθήκι ακόμα κι αν δεν πειράξεις μύγα, σκέψου τώρα που πειράζεις...πολλές μύγες» παρατήρησε ο τελευταίος μη αναμενόμενος επισκέπτης της βραδιάς του Νίκου.
«Πώς ξέρουν τόσα πολλά για μένα, τι συμβαίνει εδώ;» απόρησε ακόμα τρομαγμένα αλλά αισθανόμενος και μια απειλή για τις κατηγορίες που δεχόταν ο Νίκος ο Γλίτσας.
«Ποιοι είστε και τι θέλετε από μένα; Μιλήστε ξεκάθαρα» τους ζήτησε ο φρικαρισμένος αρχιτέκτονας.
Τα τρία πνεύματα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, αναστέναξαν σαν να απογοητεύτηκαν με τη στάση που κρατούσε ο συνομιλητής τους και του απηύθυναν πάλι το λόγο με τη σειρά που το είχαν κάνει ως τώρα.
«Είμαστε τα τρία πνεύματα των Χριστουγέννων, εγώ είμαι ο Ανδώνης»
«Εγώ είμαι ο Διονύσης»
«Εγώ είμαι ο Γιαννάκης»
«Μα είναι πρωτοχρονιά»
«Το ξέρουμε, κι εμείς αντιμετωπίσαμε αυτό το θέμα με την ορολογία αλλά θέλαμε κάτι με άι Βασίλη που να κρατάει όμως κάτι από Χριστούγεννα, δεν είναι αυτό το θέμα μας όμως, το θέμα μας είναι αυτά που σχεδίαζες απόψε»
«Τι σχεδίαζα;»
«Τους βιασμούς μας»
«Κάποιο λάθος κάνετε είστε πάνω από 20 και εγώ...»
«Ηρέμησε, γλύκα, ξέρουμε τις ηλικιακές σου προτιμήσεις, δεν είμαστε τα παιδάκια που θα βίαζες απόψε, είμαστε αυτό που θα καταλήξουν να γίνουν τα παιδάκια που θα βίαζες απόψε»
«Είστε εδώ απ’ το μέλλον για να με σκοτώσετε;»
Τα τρία πνεύματα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους
«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ»
«Τι λέει αυτός ρε»

Κατόπιν ο Γιαννάκης μίλησε
«Δε δουλεύουν έτσι τα πράγματα, έχουμε συναισθήματα αλλά όχι κρίση, θα σου δείξουμε το μέλλον αλλά δε θα φτιάξουμε τίποτα εμείς οι ίδιοι στο παρόν και στο παρελθόν. Αυτό θα το κρίνεις εσύ...γλύκα»

«Ξεκινάμε αμέσως» είπε ο Ανδώνης και τσαφ κούνησε δυο δάχτυλα και ένα σκοτάδι κάλυψε τα πάντα.


Λίγα δευτερόλεπτα μετά αυτός και ο Νίκος ο Γλίτσας επανεμφανίστηκαν σε ένα υπόγειο κάπου στο κέντρο της Αθήνας ή κι αν δεν ήταν εκεί σίγουρα θα μπορούσε από άποψη αισθητικής να είναι κέντρο της Αθήνας. Σε μια γωνιά ένας τύπος κάπνιζε ένα τσιγάρο και έκλαιγε.
«Να ξέρεις ότι κανείς δε μπορεί να σε δει, ούτε να σε ακουμπήσει, είμαστε παρατηρητές εδώ» είπε ο Ανδώνης

Ο τραγικός τύπος που ήταν στη γωνία έμοιαζε πάρα πολύ με τον Ανδώνη μόνο που ήταν κάποια χρόνια νεώτερος του. Κάπνιζε ένα τσιγάρο, στην άκρη  του δωματίου ήταν πεταμένο ένα γκαζάκι, ένα μπουκάλι νερό, 2-3 κουτάλια και μερικές σύριγγες. Ένα κρεβάτι της κακιάς ώρας και ένας καμένος υπολογιστής συμπλήρωναν τη διακόσμηση του δωματίου.

«Θλιβερό» είπε ο Νίκος.

«Οι γονείς του ποτέ δεν πίστεψαν ότι τον βίασαν και δεν του πρόσφεραν τη βοήθεια που έπρεπε, η κοινωνία επίσης, μόνο τα ναρκωτικά του στάθηκαν» σχολίασε ο Ανδώνης.

«Τουλάχιστον είχε κάτι να του σταθεί, άλλοι δεν είχαμε τίποτα, η πρέζα είναι μια καλύτερη λύση από το “Να τα πούμε καμιά φορά” όταν ξέρεις ότι το βάρος πέφτει στο ΚΑΜΙΑ φορά, δηλαδή όταν το βάρος πέφτει στην καρδιά σου. 
«Είσαι αναίσθητος...» σχολίασε ο Ανδώνης. «Δεν σνομπάρω τον έρωτα, αν ήθελες τόσο να μιλήσετε με την κοπέλα θα μπορούσες να το είχες επιδιώξει όμως»
«Θα προτιμούσα να πεθάνω σιγά σιγά σα το παιδί από δω να σου πω την αλήθεια»
«Απίστευτος...παραιτούμαι» είπε ο Ανδώνης και τσαφ! Χτύπησε τα δάχτυλα του και ένα σκοτάδι τους κάλυψε πάλι.


Ο Νίκος βρέθηκε σε ένα σχετικά γνώριμο μέρος, βου-που, Διόνυσος. Παρέα με το Διονύση αυτή τη φορά.
«ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΟΛΥ ΠΛΑΚΑ, ΔΙΟΝΥΣΟΣ-ΔΙΟΝΥΣΗΣ Ε; ΤΙ ΑΣΤΕΙΟ» του είπε κοιτάζοντας τον με γουρλωμένο βλέμμα ο Διονύσης

«Ε οκέι, προφανώς δεν είσαι στα καλά σου» του απάντησε ο Νίκος.

«ΜΠΟΡΕΙ! Αλλά δεν είμαστε εδώ για την ψυχική μου υγεία, δεν είμαστε εδώ για κανένα συγκεκριμένο λόγο βασικά, ας παρατηρήσουμε μόνο, χουχουχου» είπε γελώντας το δεύτερο πνεύμα των χριστουγέννων και του έδειξε με τον χέρι του έναν τύπο που κουβάλαγε ένα μεγάλο τσουβάλι. Από μέσα άδειασε ένα πτώμα. Κατόπιν έβαλε να παίζει μπιτλς στο youtube και άρχισε να πίνει ένα ποτηράκι κρασί.
«Εκείνο το βράδυ που τον βίασες» εξήγησε ο Διονύσης. «Ξέχασες πάνω στη βιασύνη σου το σάκο σου. Οι γονείς του τον πήγανε σε ψυχίατρο αλλά δεν βοήθησε σε τίποτα γιατί το περιβάλλον του, φίλοι, γκόμενες κλπ δεν ήταν δεκτικό στην ιδιοσυγκρασία του και δεν του έδωσε τον χώρο και το χρόνο να συνέλθει, αντιθέτως τον επιβάρυνε με άσκοπο πούλινγκ. Κράτησε το σάκο και από μια ηλικία και έπειτα άρχισε να σκοτώνει ανθρώπους και να τους μαζεύει στο υπόγειο. Μόνο το να ακούει beatles τον ηρεμεί κάπως, μαζί με έναν καλό φόνο. Γενικώς έφτιαξες έναν σίριαλ κίλερ.»
«Όλοι έχουμε θελήσει να σκοτώσουμε κάποιον, άρα απλά ενθάρρυνα κάποιες τάσεις, είναι άδικο πχ να κατηγορείς το χόρτο επειδή μια μειοψηφία παθαίνει ψυχωτικά επεισόδια αφού πιει»

«Λολ σοβαρά αυτή είναι η ανάλυση σου;» 

«Ναι, και εγώ θα μπορούσα να ψάξω με ποιους τραβιέται αυτή η τύπισσα τώρα, έγινε και 24 τρομάρα της, αλλά δε το κάνω θέμα, άσε μας με τον κάθε ανώμαλο που σκοτώνει κόσμο, τελείωσες με το σόου σου χριστιανέ της πεντάρας;»
«... ναι τελειώσαμε...παλιοαρχίδι, τσαφ»

Το σκοτάδι κάλυψε για μια τελευταία φορά τα πάντα και ο ήρωας μας βρέθηκε σε ένα ζεστό σπιτάκι στη Βάρκιζα. Δίπλα του στεκόταν ο Γιαννάκης. Παραδίπλα ένας τύπος ήρεμα μίλαγε στο τηλέφωνο για την επερχόμενη κυκλοφορία ενός σιντί που μάλλον θα ήταν δικό του, για κάτι λεφτά που δεν του είχε δώσει το αφεντικό και θα του έδειχνε αυτός του γαμημένου, για την μαρία, που θα ερχόταν απ’ το σπίτι του σήμερα και για την μαλακισμένη την καθοδήγηση που τον έβαλε εξόρμηση την Κυριακή το πρωί.

«Το παιδί από δω» εξήγησε ο Γιαννάκης, το τρίτο πνεύμα των χριστουγέννων «Τα πήγε μια χαρά, οι γονείς του και ενδιαφέρθηκαν για αυτόν και του βρήκαν ψυχίατρο. Οι φίλοι του έδωσαν χώρο, χρόνο αλλά και τον βοήθησαν. Απομακρύνθηκε για όσο καιρό δεν ήταν έτοιμος από ερωτικές σχέσεις αλλά όταν επανήλθε γενικώς ήταν και αυτός εντάξει και πάνω κάτω οι υπόλοιποι εντάξει απέναντι του. Τα λεφτά δεν ήταν ποτέ πολλά σπίτι του αλλά κάτι βρισκόταν. Τα κατάφερε. Επέζησε και τώρα βοηθάει, με τον τρόπο του, κι άλλο κόσμο.»
«Τι εννοείς βοηθάει με τον τρόπο του» ρώτησε ο  Νίκος

«Ε ξέρεις έγινε κομμουνιστής, οργανώθηκε»

«Δηλαδή για να καταλάβω, το γεγονός ότι τον βίασα, αλλά κατάφερε να το ξεπεράσει επειδή συνάντησε καλούς ανθρώπους και όχι μπάσταρδους, καθήκια, μηδενιστές και εγωκεντρικούς (και μια σειρά ακόμα επίθετα που ο συγγραφέας θέλει μεν να προσθέσει εδώ για τους ανθρώπους αλλά αναγνωρίζει ότι είναι φάουλ από λογοτεχνικής άποψης) τον δίδαξαν πράγματα που στην πορεία τον οδήγησαν να γίνει... κομμουνιστής;
«Ναι»
«Και δεν πίνει χόρτο;»
«Όχι»
«Και πουλάει εφημερίδες;»
«Ναι»
«Και αγαπάει τους εργάτες και μισεί τα αφεντικά»
«Κάπως έτσι...»
«Μα.....»
«Φίλε μου τυπικά, εσύ ξεκίνησες αυτή την αλυσίδα των γεγονότων, αλλά νομίζω αρκετά είδες, ώρα να γυρίσουμε πίσω». ΤΣΑΦ!

Ένα φως έλουσε τα πάντα γύρω τους.

Ο Νίκος ο Γλίτσας ξύπνησε. Τον είχε πάρει ο ύπνος στη μέση του δρόμου. Για καλή του τύχη είχε προλάβει με κάποιο μαγικό τρόπο να πατήσει χειρόφρενο. «Όλα ήταν ένα κακό όνειρο» σκέφτηκε. Θα συνέχιζε την αποστολή του. Κοίταξε μέσα στο σάκο να βρει τα πράγματα του για να μπει σε μουντ και αρχίσει σιγά σιγά τη μακάβρια αποστολή του. Το περιεχόμενο του σάκου του όμως είχε εξαφανιστεί και δια μαγείας βρεθεί στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Έψαξε μέσα στο σάκο αργά και προσεχτικά και ανέσυρε από το βάθος του μια σύριγγα, ένα μαχαίρι και ένα κουπόνι οικονομικής ενίσχυσης. Μαζί τους και ένα σημείωμα.
«Ευτυχισμένο 2016!

Γιάννης,Διονύσης,Ανδώνης»

Και μια καρδούλα από κάτω. 

Το ξανασκέφτηκε το πράγμα. Ήθελε πολλά στη ζωή του αλλά όχι τη συνεισφορά του στο κομμουνιστικό κίνημα, άσε που αυτή η γαμημένη η καρδιά έτσι όπως την είχε ζωγραφίσει, όποιος την είχε ζωγραφίσει, τον είχε συγκινήσει κάπως. Όπως και να ‘χε αυτός δεν θα έφτιαχνε άλλους κομμουνιστές, τέρμα οι βιασμοί, τέρμα οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις, τέρμα η παιδοφιλία. Κοίταξε το ρολόι, ήταν 12 και 01. 

«Ευτυχισμένο 2016 και σε εσάς παιδάκια» σκέφτηκε και έγραψε σε ένα χαρτάκι «18+ μόνο!» το κόλλησε στο αμάξι του για να το θυμάται ως το δικό του new years resolution και γύρισε σπίτι του. Κοιμήθηκε μερικές ώρες. Το επόμενο πρωί, χάρισε τα μαστίγια και όλα αυτά που είχε αγοράσει στην πρώτη 18χρονη που πέτυχε στο δρόμο του ως δώρο. Κατόπιν, ντυμένος αι Βασίλης γέμισε το σάκο του με κείμενα ενάντια στην κουλτούρα του βιασμού, έπιασε μια καλή θέση στην πλατεία συντάγματος δίπλα στον τύπο με τον όγκο στον εγκέφαλο και άρχισε να τα μοιράζει. Πέρασε έτσι σχεδόν όλη την πρώτη μέρα του 2016 και την ολοκλήρωσε με ένα ζεστό φλιτζάνι τσάι αργά το βράδυ στο πατρικό με την οικογένεια του. Και στις ερωτήσεις περί ενός επερχόμενου γάμου απαντούσε: "Ίσως σε καμιά πενταριά χρόνια αν δεν μας κάνει Σοβιετική Ένωση ο Τσίπρας" Και όλοι χαίρονταν που είχαν τέτοιο γιο.

ΤΕΛΟΣ

-Καλά και με την 24χρονη που του άρεσε απ’ το λύκειο τι έγινε;
-Αυτό παιδιά είναι μια άλλη ιστορία που θα την πούμε σε κάποιο άλλο διήγημα ...

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015



Εξώφυλλο: Θοδωρής Φράγκος
Σκίτσα: Manolo Drawings 
Στήσιμο: Στο σάπιο λάπτοπ της αδερφής του Κοάν, από τον ίδιο τον Αλέκο.

Αντίτυπα αυτή τη στιγμή υπάρχουν με βεβαιότητα:

Α) Στην Κατάληψη Ευαγγελισμού στη Θεοτοκοπούλου 18 (Ηράκλειο Κρήτης)
Β) Στο Εναλακτικό Βιβλιοπωλείο στα Εξάρχεια επι της Θεμιστοκλέους (Αθήνα)
Γ) Στο Βιβλιοπωλείο Φαρφουλάς της λέσχης των Σουρεαλιστών στη Μαυρομιχάλη (Αθήνα)
Δ) Στο Βιβλιοπωλείο Ακυβέρνητες Πολιτείες, Αλ. Σβώλου 28 (Κέντρο Θεσσαλονίκης)
Ε) Κ*ΒΟΞ, Κατειλημμένο Κοινωνικό Κέντρο, Πλατεία Εξαρχείων

Τα 90 ίχνη δίνονται με ελεύθερη συνεισφορά χέρι με χέρι στην Αθήνα και στο Ηράκλειο μέσω επικοινωνίας με τη σελίδα των ΕπΑπ στο Facebook ή μήνυμα σε εμάς τους ίδιους. Επιπλέον μπορούν να βρεθούν σε καταλήψεις,στέκια λάιβ και λoιπούς κοινωνικούς χώρους και διεργασίες. Η λίστα με τα μέρη που υπάρχουν διαθέσιμα αντίτυπα θα ανανεώνεται. Μοναδικές εξαιρέσεις στον κανόνα της ελεύθερης συνεισφοράς είναι τα εμπορικά βιβλιοπωλεία, γιατί ήταν δύσκολη η συννενόηση, ακόμη και όταν υπήρχαν οι καλύτερες προθέσεις. Ορίστηκε η τιμή του ενός (1) ευρώ γι΄ αυτά τα μέρη. Το μερίδιο που μας αντιστοιχεί καλύπτει τα έξοδα τύπωσης.

Δελτίο Τύπου 

Τα "90 ίχνη" μιλάνε για τη γενιά των 90ς. Τα "90 ίχνη" είναι μια ποιητική συλλογή που εκτείνεται σε 15 σελίδες γραμμένη απ' τον Αλέξανδρο Κοάν και το Φώντα. Δεν περιέχει ποιήματα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από μόνα τους αυτοτελή, παρά μόνο αν τα δεις στο σύνολο του βιβλίου. Οι δύο συγγραφείς έχουν φτάσει μετά από συζήτηση στις ίδιες εκτιμήσεις για το τι ήταν και τι ρόλο παίζει σήμερα η γενια του 90 και πως βιώνει και αλληλεπιδρά με τον κόσμο. Αυτή την εικόνα προσπαθούν να αποδώσουν. Όχι από κάποια λατρεία προς το παρελθόν ή το μέλλον απλά υπήρχαν κάποια μεσημέρια,απογεύματα,βράδια, που αισθάνθηκαν λίγο απ' τη μελέτη και λίγο απ' τη μεταφυσική, μια λεπτή γραμμή να συνδέει τον μεταπολεμικό κόσμο, το Σύριζα, τα ψυχεδελικά ναρκωτικά,το Κωνσταντίνου και Ελένης, την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης (πρώτα ως φάρσα και έπειτα ως τραγωδία) με τα σημερινά βιώματα τους.

Τα κόκκαλα των παππούδων μας
που χύσαν αίμα στον εμφύλιο
θα τρίζαν αν μας βλέπανε,
αλλά οι παππούδες μας δε σκοτωθήκαν στον εμφύλιο,
και μέχρι να πεθάνουνε
ψηφίζανε πασοκ.

Εν πολλοίς η τραγικότητα της γενιάς των 90ς βρίσκεται ακριβώς στο ότι δεν πρόλαβε να είναι ούτε παιδί του Αντρέα ούτε και παιδί της καπιταλιστικής κρίσης. Είναι κάτι ενδιάμεσο, είχε καλές μέρες, είχε κακές μέρες. Τώρα τελευταία οι κακές μέρες κερδίζουν κατά κράτος αλλά αυτή η θλίψη όχι απλά δεν κερδίζει το κράτος αλλά χρησιμοποιείται και ελέγχεται από αυτό, ποιός θα τολμήσει να πει ότι τα παιδιά των 90ς έχουν κατάθλιψη; Πάρα πολλοί. Αλλά τα παιδιά των 90ς προσπαθήσαν επιπλέον (και απέτυχαν ή πετύχαν κωμικοτραγικώς) να βρουν δουλειά για να ζήσουν. Άρα ποιός θα πει ότι οι προλετάριοι των 90ς έχουν κατάθλιψη; Κανείς δεν μιλάει γι' αυτό σε αυτόν εδώ τον βούρκο.

Λυπάμαι
τα αντιπολεμικά μυθιστορήματα που διάβασες σου είπαν ψέμματα,
η τεχνολογία εξελίχθηκε, τώρα μετράνε μόνο οι βαλιστικοί πύραυλοι.

Το βιβλίο δεν είναι σε καμία περίπτωση η απεικόνιση μιας απογόητευσης, ή τουλάχιστον όχι μόνο. Και σίγουρα δεν θα καλύψει όλους τους ανθρώπους που εντάσσουν τις εμπειρίες τους μέσα σε αυτό το χρόνικο πλαίσιο που λέγεται 90ς. Ούτε κατάθεση ψυχής κάνουμε, ούτε εμπειριών. Τοποθετούμε τους εαυτούς μας σε αυτό το σύνολο ανθρώπων που έχει καταλάβει πως για λόγους καθόλου μεταφυσικούς η γενιά μας έχει κάτι τελείως διαφορετικό απ' όλες τις προηγούμενες, κάτι ριζοσπαστικά καινούργιο άλλα και κάτι τρομερά αντιφατικό που την εμποδίζει να κάνει το μεγάλο βήμα.
προς τα πάνω ή προς τα κάτω αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Μια ιστορία βεβαίως που καλείται να γραφτεί σε μια εποχή αντιστορική. Που όμως δε θα μπορούσε να είναι και άλλη.

;)

Τα 90 ίχνη κυκλοφορούν από την αυτόνομη λογοτεχνική συλλογικότητα "Επιτυχημένες Απόπειρες" και αποτελούν την πρώτη έντυπη κυκλοφορία της.

Τέλη Νοέμβρη του 2015

Φώντας. Αλέξανδρος Κοάν.
Επιτυχημένες Απόπειρες. 


Προηγούμενα έργα και συμμετοχές:

Κάτι Οστά:
http://theatrodromou.blogspot.gr/2014/10/promo.html
Chocofant:
http://theatrodromou.blogspot.gr/2013/12/chocofant.html
Director's Cut
http://theatrodromou.blogspot.gr/2013/12/8-directors-cut.html
Τερατογραφήματα:
https://teratografimata.wordpress.com/2014/10/14/teratografimata-biblio/

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

A strange time in hair life (Δερβίσης+Φώντας)






Ο έρωτας είναι κομμάτια κρέατος,
κακοσχηματισμένα,
που συνουσιάζονται λόγω του εθισμού τους στην παραμόρφωση.
Αυτό είχαμε την τύχη να συνειδητοποιήσουμε
καθώς κουρντίζαμε προσεχτικά,
γεννητικά όργανα.
Άλλοι περπατάνε με μάτια καθηλωμένα
σε πονηρά σημεία του σώματος,
στοιχηματίζοντας με τον εαυτό τους
αν θα τα δουν γυμνά.
Άλλοι πάλι,
ρουφάνε κάτουρο και ξεραμένα σπέρματα,
σε πράσινα παγκάκια
για να είναι περήφανος ο μικροαστούλης,
περήφανος που δε γεννήθηκε πορνοδιαστροφικός:

Καλησπέρα σας Κυρίες και Κύριοι! Όσο αγοράζατε ψεύτικα όπλα στα παιδιά σας, οι γονείς μου αγοράζαν βιβλία. Οι συμμαθητές μου παίζαν με τη σκανδάλη αλλά εγώ έπαιζα με την ψωλή μου από μικρός. Και έριξα πιο πολύ σπέρμα στις φυλακές που αναθέσατε να κάνουν ανθρώπους τα βλαστάρια σας, απ’ όσο αίμα θα χύσουν αυτά όταν γίνουν στρατιώτες. Μου πήρε χρόνια να αποδεχτώ την σεξωμανία μου και την εσοστρέφεια μου. Όταν τελικά τα κατάφερα βρήκα τον τέλειο στόχο ζωής. Να κάψω τα όπλα, να κάψω τις φυλακές, να κάψω τα σχολεία και τους στρατούς. Μετά θα ξαναβγω με τους παλιούς μου συμμαθητές βόλτα και θα χύσουμε επιτέλους μαζί στο προαύλιο σε ένα ατελείωτο οργιαστικό διάλλειμα που δε θα σταματήσει ποτέ κανένα κουδούνι.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν απότελει αντιστροφή της πραγματικότητας
ο μόνος λόγος που δεν το αναγνωρίζουμε
είναι ο φόβος μας να φανταστούμε τον εαυτό μας,
ξαπλωμένο στο παγκάκι.

Κανένα πρόβλημα δεν έχουμε με τον έρωτα,
ο αντιερωτισμός της σύγχρονης κανονικότητας
στήνει κάτοπτρα στις μάπες μας
και μας χαρίζει απλόχερα την ευκαιρία να ζήσουμε,
να ζήσουμε τα καλύτερα μας χρόνια.

Έρωτας άλλωστε είναι
να περιμένεις να φύγει η γκόμενα από το σπίτι
για να τραβήξεις μαλακία με αυτή που γουστάρεις
αλλά δε σου κάθεται.
να έχεις τα υγρά της πρώτης στο στόμα σου
αλλά να σου τρέχουν τα σάλια
στην ιδέα ότι θα δεις την άλλη.
ο έρωτας είναι θέμα ρευστότητας
και οπτικής γωνίας:
να βλέπεις το ποτήρι γεμάτο χύσια
ανεξαρτήτως αν το βλέπεις μισογεμάτο
ή μισοάδειο.

Από μικροί μάθαμε για τον έρωτα,
μέσα από όμορφα τραγούδια,
μέσα από γλυκούς ήχους.
Φανταστήκαμε την πρώτη μας φορά,
κάτω από ένα δέντρο,
 στη λασπουριά,
με τις στάλες της βροχής να γλιστράνε από τα φύλλα
και να πέφτουν στο κορμί της
ενώ είναι καθισμένη σταυροπόδι
και γδύνεται με περίσσεια ντροπή,
με συγκρατημένο φόβο.
Αντ' αυτού,
ζήσαμε τον έρωτα
σε ηλιόλουστες μέρες
κλεισμένοι σε σκοτεινές τρύπες,
αναγκασμένοι να το κάνουμε
αφού η καπότα προεξείχε από την τσέπη,
συνδεμένοι στο ίντερνετ
προσπαθώντας να αντιγράψουμε
την προσποιητή απόλαυση που τόσο μας καύλωνε.
Μάθαμε για τον έρωτα πριν ερωτευθούμε.
Γελάσαμε πονηρά με μουνιά και πούτσες πριν αυνανιστούμε.
Δεν αναπολούμε,
δεν ευχόμαστε να ήταν αλλιώς τα πράματα
Το ερωτικό βίωμα του παρελθόντος
και η θεαματική σεξουαλική παράνοια του παρόντος
τρυπώσανε στα κεφάλια μας
και συντηρήσανε το ρομαντισμό
στη νέα μορφή του.
Αφορίζοντας το παρελθόν,
έγινε κι αυτός παιδί της εποχής μας.
Μέσα στη σαβούρα,
των καθημερινών πόλεμων της μητρόπολης,
μάθαμε να κοιτάμε θολές φωτογραφίες στο facebook
και να αναγνωρίζουμε το πραγματικό χρώμα των μαλλιών της
το πραγματικό χρώμα του δέρματος.

Το πραγματικό χρώμα του δέρματος σου δεν υπάρχει ντάρλινγκ.
Ότι έχει γραφτεί για την πραγματικότητα είναι ψέμα και εμείς απλά κάτι πεθαμένοι. Αλλά είμαστε λιγότερο νεκροί από αυτούς που σου ορκίζονται στο όνομα της Αλήθειας. Την έχω χεσμένη ή την έχω χυσμένη αφού είναι χαμένη. Αν ήθελα να τη βρω θα γινόμουν επιστήμονας και δε θα γραφα στίχους. Αν ήθελα να τη βρω θα μετακόμιζα εκεί που σε γνώρισα. Αν ήθελα να τη βρω θα αυτοκτονούσα αφού ποτέ δε θα καταλάβεις πόσο όμορφη είσαι και πόσο λίγοι εμείς για σένα. Αλλά δε θέλω να βρω την αλήθεια. Κι ούτε στίχους θέλω να γράψω. Και τα χω χεσμένα τα καθεστώτα τους. Θέλω να φωτίσω μόνο μια άκρη του δωματίου, να βρω που έχω πεταμένα τα προφυλακτικά να σε γυρίσω στα τέσσερα και να πηδηχτούμε. Το πραγματικό χρώμα του δέρματος σου δεν υπάρχει κάβλα μου.

Κι ο έρωτας είναι να έχω τραβήξει τέσσερις μαλακίες μες τη μέρα κι ακόμα να ψήνομαι να σε πηδήξω.
Κι ο έρωτας είναι μια μαλακία που την τραβάς τέσσερις φορές τη μέρα.
Κι ο έρωτας είναι ένα ψήσιμο που πηδάει το μυαλό σου τέσσερις μέρες τη φορά.

Ας γράψουμε τώρα,
τα δικά μας ερωτικά τραγούδια,
ας τα ακούσουμε,
ας τα διαβάσουμε,
ας τα συζητήσουμε
μα πριν πεθάνουμε ας φροντίσουμε να τα εξαφανίσουμε
σε όποια μορφή κι αν υπήρξαν.
Ας γυρίσουμε μετά,
τις δικές μας τσόντες,
ας καυλώσουμε,
ας αυνανιστούμε
ας χύσουμε
μα πριν πεθάνουμε ας φροντίσουμε να τις κολλήσουμε στο δέρμα μας
και να τις πάρουμε στον τάφο μας.
Ας χαώσουμε όσο περισσότερο μπορούμε
το μελλοντικό ερωτικό φαντασιακό.
Για ένα νέο κόσμο
με τη συνείδηση των ενστίκτων του.

Τέλος πάντων
δεν ξέρω τι λέτε εσείς
πάντως
Μερικές φορές
όταν μου παίρνει πίπα η αγαπημένη μου
σκέφτομαι να χώσω την πούτσα μου μέσα στο μποξεράκι
να ανοίξω το πατζούρι
και να πέσω απ το μπαλκόνι.
έχω προνοήσει βέβαια και μένω μόλις στον πρώτο όροφο
κάπου στα βόρεια προάστεια
αλλά δε θα χρειαστεί να γλυτώσω από τίποτα
γιατί ποτέ δεν την βάζω μέσα πριν τελειώσω στο πρόσωπο της
ω θεέ μου
εμείς και τα ηλίθια ψέμματα μας
για τα βράδια που θα είμαστε μόνο αγκαλιά
και τίποτα παραπάνω
λες και δεν μπορεί να σε τρελάνει η μη σεξουαλική επαφή με έναν άνθρωπο
και να σε κάνει όντως να πηδήξεις απ’ το μπαλκόνι
αντί να πηδήξεις σε αυτό.
Παρόλα αυτά
Τα πιο όμορφα φιλιά
παραμένουν αυτά που δε δώθηκαν ποτέ
γιατί πίεζε ο χρόνος
γιατί πίεζε το μυαλό μας
γιατί πίεζε η κοινωνία
και γιατί προτιμούσες να πιείς δυο μπάφους
Τα πιο άσχημα
αυτά που τα εκβιάσαμε
που κράτησαν λιγότερο κι απο τραγούδια
που έμειναν μόνο στα πάνω σου χείλη.
Ουφ.
Ενάντια στην πολιτική οικονομία,
ενάντια στους ψυχαναγκασμούς,
ενάντια στην σιγουριά ότι είσαστε ελεύθεροι
θα σας κοπανάμε το κεφάλι στο τζάμι
μέχρι να δείτε, να δείτε, να δείτε. 

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Η Πολιτεία των Αρουραίων - Μέρος Β'



Την επόμενη κιόλας μέρα είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης. Το βράδι πέρασα απ’ το υπόγειο του  μα δεν ήταν εκεί. Ούτε το επόμενο βράδι ήταν εκεί, ούτε το μεθεπόμενο, ούτε κανένα. Είχε φύγει  έτσι απλά, χωρίς καν να πει ένα γειά, ένα αντίο, μα καταβάθος το ήξερα πως αργά ή γρήγορα θα τον  ξανάβλεπα, θα γυρνούσε. Εξάλλου το αμάξι του Μανώλη ήταν ακόμα στην αποθήκη. 

Επιστρέψαμε στην καθημερινή μας μιζέρια. Αρχίσαμε να μαζευόμαστε πάλι η παλιοπαρέα και να  μαστουρώνουμε με φτηνό αλβανικό πρεζόφουντο, να καθόμαστε αμίλητοι μιας και δεν υπήρχε  τίποτα καινούριο να πούμε, ούτε καν κάτι παλιό. Ο Μανώλης κάποια στιγμή με ρώτησε τι γίνεται με  το αυτοκίνητο, μα του είπα απλά πως δεν είχα ίδεα, και πως αν τελικά ο τύπος ενδιαφερότανε να το  αγοράσει θα τον ενημέρωνα. Οι μέρες κυλούσανε αργά και τα βράδια αργότερα. 

Κι ένα πρωί, θα χανε περάσει τρεις μήνες, ο Στέφανος μου χτύπησε την ξεχαρβαλωμένη πόρτα,  μπήκε μέσα με το ίδιο σοβαρό ύφος που χε πάντα. 
“Ωραίος είσαι ρε μαλάκα,” του είπα. “Εξαφανίζεσαι χωρίς να πεις κουβέντα και μετά από τόσο  καιρό έρχεσαι σπίτι μου χωρίς ούτε ένα μπουκάλι κρασί!”
“Κρασί πρωινιάτικα; Εγώ για καφέ ήρθα.”
“Α, έχεις κι απαιτήσεις δηλαδή;” Χαμογελάσαμε κι οι δυο. “Έλα, κάτσε και θα ψήσω δυο  ελληνικούς.” Άναψα μια φτωχή φωτιά μέσα σ’ ένα μικρό τσουκάλι κι ακούμπησα προσεχτικά πάνω  στην αυτοσχέδια σχάρα το μπρίκι με τον ελληνικό μέχρι να βράσει. 
“Λοιπόν;” ρώτησα τον Στέφανο καθώς τον σέρβιρα.
“Λοιπόν τι;”
“Έλειψες κοντά τρεις μήνες. Τι έκανες όλον αυτό τον καιρό;”
“Οργανώθηκα.”
“Δηλαδή;”
“Δηλαδή πρώτα πήγα στα Εξάρχεια, προσπάθησα να συνδεθώ με τους τρεις που θα έρχονταν μαζί  μου. Τους δυο δεν τους βρήκα ποτέ. Ο τρίτος έμαθα πως είχε πεθάνει μερικές βδομάδες πριν από  κάποια αρρώστια... Τέλοσπαντων, τουλάχιστον κατάφερα και βρήκα όπλα - τα χω αφήσει στο  υπόγειο.”
“Τα κατάφερες, ε; Πώς;”
“Πιο εύκολα απ’ ότι περίμενα. Γνώρισα την αδερφή ενός τύπου που είχε μερικά σε μια αποθήκη...”
“Αυτός που μου λεγες;”
“Όχι, άλλος, ένας μηδενιστής απ’ τη Μαύρη Φραξιά του Χάους. Πολλοί έχουν όπλα στα Εξάρχεια,  στο χα πει... Και τέλοσπαντων, μ’ αυτήν τα πηγαίναμε πολύ καλά, πηδιόμασταν κιόλας, ε δεν ήταν  δύσκολο να την πείσω να με βοηθήσει να πάρω τα κλειδιά της αποθήκης. Ε και μπήκα μέσα και  πήρα τα απαραίτητα - δυο καλάσνικοφ, τρια πιστόλια και τρεις χειροβομβίδες. Και μπόλικες  σφαίρες.”
“Ε, μια χαρά είσαι.”
“Ναι... Ναι, και μετά πήγα ως το Χολαργό σχεδόν, έκοψα κίνηση σε όλα τα στενά γύρω απ’ τη  Μεσογείων. Βρήκα δυο -τρια που προσφέρονται  - τα μπλόκα είναι μικρά κι οι μπάτσοι λίγοι. Θα είναι εύκολο να περάσω.”
“Αχα.”
“Ναι, αυτά... Απόψε θα γίνει, Αλέκο. Απόψε θα κάνω τη μεγάλη έξοδο.”
“Απόψε κιόλας;”
“Ναι, απόψε κιόλας. Έχω ό,τι χρειάζομαι, δεν υπάρχει λόγος να περιμένω άλλο.”
“Μα πώς; Δεν έχεις το βασικότερο - συντρόφους να σ’ ακολουθήσουν.”
“Δε χρειάζομαι συντρόφους. Είχες δίκιο. Δικό μου είναι το πρόβλημα και μόνος θα το λύσω. Δε  χρειάζομαι κανέναν. Απόψε θα γίνει.”
“Αχα, μάλιστα...”
“Θέλω να μου δώσεις τα κλειδιά του αμαξιού.”
“Ναι, εδώ τα έχω. Θα στα δώσω.”
Ήπιαμε τον υπόλοιπο καφέ χωρίς να πούμε λέξη. Μετά σηκωθήκαμε, του έδωσα τα κλειδιά κι έφυγε.
“Πέρνα άμα θες το βραδάκι απ’ το σπίτι,” μου είπε καθώς έβγαινε απ’ την πόρτα. “Έλα κατά τις 10.  Φέρε και κανα κρασί.”

Κι έτσι το βράδι, αφού πήρα ένα άσπρο κρασί απ’ τον Άγιο Παντελεήμονα, πήγα, ξανά μετά από  τόσο καιρό, στο υπόγειο του Στέφανου. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ένιωσα πάλι εκείνη τη  μυρωδιά του πτώματος που χα νιώσει όταν είχα πρωτοέρθει. Ο Στέφανος στεκότανε σε μια γωνία  και γέμιζε προσεχτικά ένα μπουκάλι μπύρας με βενζίνη. Στο πάτωμα, δίπλα στα πόδια του, θα ταν  καμιά δεκαριά τέτοια μπουκάλια, μ’ ένα στουπί να εξέχει πάνω απ’ το στόμιο.
“Δε σου φτάνουν οι χειροβομβίδες, φτιάχνεις και μολότοφ;” τον ρώτησα.
“Ναι, θα μου χρειαστούν. Πρέπει να μαι έτοιμος για όλα.”
“Μα τι σήμασια έχει; Ούτως ή άλλως θα σκοτωθείς.”
“Ναι, αλλά πρέπει να φύγω μ’ έναν πάταγο, όχι έτσι απλά...”
“Ναι, ναι, ξέρω. Έλα, έχεις αρκετά μπουκάλια, κάτσε να πιούμε το κρασί.”
“Μισό λεπτό, τελειώνω. Δε θέλω πολύ, ένα ποτήρι μόνο, πρέπει να μαι νηφάλιος.”
“Καλά, κάτσε και πιες όσο θες.”
Κάθισε κι έβγαλε να στρίψει ένα τσιγάρο. Του έδωσα τον καπνό μου και τον σέρβιρα ένα ποτηράκι. 
“Είσαι έτοιμος λοιπόν;” ρώτησα.
“Ναι,” απάντησε κοφτά.
“Τι ώρα θα ξεκινήσεις;”
“Κατά τα μεσάνυχτά.”
Ήπια το κρασί μου βιαστικά και ξαναγέμισα το ποτήρι μου. Κατέβασα μια γερή γουλιά. 
“Στέφανε, άκου,” του είπα, “θα έρθω μαζί σου.”
“Τι;”
“Λέω, θα έρθω μαζί σου;”
“Εσύ; Τι να σε κάνω;”
“Τι εννοείς; Θα σε βοηθήσω.”
“Είσαι πολύ γέρος, Αλέκο. Δε σε χρειάζομαι.”
“Ε δεν είμαι και τόσο γέρος, ούτε 45 χρονών δεν είμαι.”
“Όπως και να χει, δε σε χρειάζομαι, είσαι περιττός.”
“Πφφ, χέσε με! Δεν το κάνω για σένα. Στ’ αρχίδια μου αν με χρειάζεσαι ή όχι. Θέλω απλά να ρθω  μαζί σου, να σκοτώσω μερικούς μπάτσους. Θέλω κι εγώ να πεθάνω για κάτι, βαρέθηκα να ζω για το  τίποτα. Χρειάζομαι λίγη αδρεναλίνη.”
“Είσαι, δηλαδή, έτοιμος να πεθάνεις;”
“Πιο έτοιμος από ποτέ.”
Το σκέφτηκε λίγο, μα δεν είχα αμφιβολία πως θα λεγε το ναι.
“Εντάξει. Ξέρεις να χειρίζεσαι όπλο;”
“Ναι, ξέρω. Έχω χρόνια να ρίξω βέβαια, αλλά δε θα χω πρόβλημα. Είναι σαν το ποδήλατο, δεν  ξεχνάς ποτέ πως να κρατάς το όπλο.”
“Ωραία. Θα είσαι ο συνοδηγός μου λοιπόν. Πρώτα βγάλε και πέτα αυτό το κουρέλι που φοράς.”
“Το παλτό μου; Μα γιατί;”
“Φαίνεται πολύ βαρύ και βρώμικο. Πρέπει να είμαστε ανα πάσα στιγμή έτοιμοι για τρέξιμο. Άσε που  θα βρωμήσει το αμάξι...”
“Ναι, αλλά κάνει κρύο απόψε.”
“Και τι, φοβάσαι μην αρρωστήσεις;”
“Ουφ, καλά, τέλοσπαντων, να, το βγάζω.”
“Ωραία. Θα φτιάξω μερικές μολότοφ ακόμα. Εσύ κάτσε, κάνε ό,τι θες, έχουμε αρκετή ώρα. Απλά μη  μεθύσεις.”
“Έγινε, θα πιω μόνο ένα ποτηράκι ακόμα.”
Δυο ώρες αργότερα όλα ήταν έτοιμα. Ο Στέφανος είχε φτιάξει κοντά είκοσι μολότοφ, κι εγώ τελικά  είχα σχεδόν τελειώσει το κρασί, μα με το ζόρι είχα κάνει λίγο κεφάλι - ήμουν πολύ τσιτωμένος για  να μεθύσω. 
“Ρε μαλάκα, το πιες όλο;” μου φώναξε. “Τι θα πίνουμε τώρα στο αμάξι;”
“Έχω άλλο ένα σπίτι μου,” τον καθησύχασα.
“Α, εντάξει. Πήγαινε φέρτο και ξεκινάμε.”
Πήγα ως το υπόγειο μου να το φέρω. Δεν κρύβω πως είχε αρχίσει να με τρομάζει πολύ το όλο θέμα,  ο θάνατος που ερχόταν με μαθηματική ακρίβεια να με πάρει, αλλά όσο σκεφτόμουνα το ήρεμο κι  αποφασισμένο βλέμμα του Στέφανου καταλάβαινα πως ούτε μπορούσα, ούτε ήθελα να κάνω πίσω.  Γύρισα βαστώντας το μπουκάλι το κρασί, και πήγαμε μαζί στην αποθήκη να βγάλουμε το αμάξι.  Πετάξαμε τα όπλα πίσω και τα καλύψαμε με μια βρώμικη κουβέρτα. Κρατήσαμε πάνω μας από ένα  πιστόλι ο καθένας, κι επίσης πέντε μολότοφ κάτω στα πόδια του συνοδηγού - εμένα δηλαδή - και τις τρεις χειροβομβίδες μέσα στο ντουλαπάκι με τα χαρτιά. Βάλαμε μπρος και ξεκινήσαμε.
“Να είσαι έτοιμος να πυροβολήσεις αν χρειαστεί,” με προειδοποίησε ο Στέφανος, “γιατί με το που  βγούμε σε πιο κεντρικά σημεία θα μας την πέσουνε.”
“Να πυροβολήσω; Τον απλό κόσμο;”
“Όχι, ρίξε στον αέρα, απλά να τους τρομάξουμε.”
Βγήκαμε στη Λιοσίων αρχικά, και μετά περάσαμε από κάτι στενά για να βγούμε στην Αλεξάνδρας.  Εκεί ήταν που αρχίσανε τα νταβαντούρια. Πρώτα στο Πεδίο του Άρεως, μας την έπεσε μια παρέα  πιτσιρικάδων, μα σπάσανε γρήγορα όταν ο Στέφανος έβγαλε το όπλο του κι άνοιξε το παράθυρο.  Μετά στους Αμπελόκηπους, λίγο μετά το παλιό γήπεδο του Παναθηναϊκού, μας την έπεσε ένα  τεράστιο τσούρμο - θα ταν τουλάχιστον πενήντα άτομα, και μερικοί κρατούσαν και παλούκια. Αυτοί  δεν πτοήθηκαν απ’ τη θέα των όπλων μας, μα μόλις ένας απ’ αυτούς έριξε μια παλουκιά στο πορτ  παγκαζ, ο Στέφανος πυροβόλησε δυο φορές στον αέρα κι έτσι σπάσανε κι αυτοί.
“Ε τους πούστηδες,” είπε, “χειρότεροι κι από ζώα είναι. Θα περίμενε κανείς πως η πρέζα κι η  αλβανόφουντα θα τους είχε ηρεμίσει λίγο, αλλά μπα...”
Μέχρι να βγούμε στη Μεσογείων είχαμε διάφορα τέτοια περιστατικά, μα πάντα ήταν πιο λίγοι απ’  ότι εκεί, στους Αμπελόκηπους, και δεν είχαμε πρόβλημα να τους ξεφύγουμε. Όταν φτάσαμε πια στη  Μεσογείων και κινηθήκαμε προς τα βόρεια, τα πράγματα ηρέμισαν. Μόνο ένας τρελάκιας, τζάνκιας  λογικά, σχεδόν πήδηξε πάνω στο αμάξι, μα μ’ έναν επιδέξιο ελιγμό τον αποφύγαμε. Μπήκαμε σε  κάτι στενά και συνεχίσαμε την πορεία μας. Κάναμε όμως πολύ ώρα, και για λίγο πίστεψα πως ο  Στέφανος είχε ξεχάσει το δρόμο που ήθελε να πάρουμε. Μα τον θυμότανε. Άρπαξε το κρασί απ’ το  πίσω κάθισμα, ήπιε μια γερή γουλιά και μου το γύρισε.
“Αλέκο,” μου είπε, “δεν σου είπα όλη την αλήθεια.”
“Τι εννοείς;”
“Όταν μ’ είχες ρωτήσει γιατί έφυγα απ’ το σπίτι μου, απ’ το Φάληρο. Σου χα πει πως ο μόνος λόγος  ήταν πως έψαχνα ένα νόημα στη ζωή μου, και πως το χα βρει σ’ αυτό που κάνουμε τώρα, σ’ αυτή τη μεγάλη έξοδο. Δεν είναι όμως όλη η αλήθεια. Η αλήθεια είναι πως όταν ζούσα στο Φάληρο ήμουνα με μια κοπέλα...”
“Ωχ, γκομενικό είναι το θέμα ε; Κατάλαβα...”
“Ναι, περίπου. Τέλοσπαντων, ήμουνα χρόνια μαζί της, τρια για την ακρίβεια, και τέλοσπαντων, μην  τα πολυλογώ, μια μέρα την έχασα.”
“Την έχασες;”
“Εξαφανίστηκε, σαν να άνοιξε η γη και την κατάπιε. Πήγα απ’ το σπίτι της δυο μέρες αργότερα και  το βρήκα σφραγισμένο - κανείς μέσα. Ρώτησα τους γείτονες, οι περισσότεροι δεν είχαν ιδέα, μερικοί  δεν είχαν καν προσέξει ότι είχαν φύγει. Μα ένας γεράκος που τον έβλεπα καιρό εκεί - καθότανε  πάντα σ’ ένα παγκάκι σε κεινη τη γειτονιά και διάβαζε κάποιο βιβλίο - ήξερε ακριβώς τι είχε γίνει.  Η οικογένεια της είχε τεράστια χρέη, χρωστούσανε κυριολεκτικά παντού. Ο πατέρας της ήταν  βέβαια συνταξιούχος ναυτικός, μα απ’ ότι μου πε ο γέρος τα χε χάσει όλα, τζόγος, πουτάνες, τα  κλασσικά. Ε και κάποια στιγμή απλά δεν γινότανε αλλιώς, το σπίτι τους το πήρε η τράπεζα και  μετακόμισαν κάπου στο κέντρο - που ακριβώς δεν ήξερε.”
“Κι έτσι ήρθες κι εσύ για να την ψάξεις.”
“Ναι. Ήταν λίγο αφού είχα τελειώσει το σχολείο. Τα παράτησα όλα και ήρθα εδώ να την ψάξω.”
“Και φαντάζομαι δεν την βρήκες ποτέ.”
“Κι όμως, τη βρήκα.”
“Τη βρήκες!;”
“Ναι. Δηλαδή, όχι αυτήν, αλλά τους δικούς της, κάπου στο Κουκάκι.”
“Και;”
“Και μου είπαν πως η Άννα είχε πεθάνει πριν ένα μήνα...  Από πρέζα - έτσι μου ‘πανε...”
Πρώτη φορά τον είδα να σφίγγεται τόσο για να μην δείξει τη θλίψη του. Τα μάτια του είχαν σχεδόν  βουρκώσει, μα ούτε μισό δάκρυ δεν έλεγε να βγει. Τον χτύπησα στην πλάτη φιλικά, χωρίς να πω  κάτι, δεν είχα εξάλλου τίποτα να πω. Μετά ρούφηξε τη μύτη του και είπε:
“Τέλοσπαντων, έτσι κι αλλιώς πια δεν έχει σημασία. Έτσι κι αλλιώς, απόψε όλα θα τελειώσουν.”
“Ναι, αυτό είναι αλήθεια,” τον διαβεβαίωσα. “Απόψε όλα θα τελειώσουν.”
“Κι αφού εγώ σου είπα την ιστορία μου, νομίζω ήρθε η σειρά σου.”
“Τι, να πω την ιστορία μου;”
“Αχά.”
“Πφφφ, τι να σου πω, δεν έχω και πολλά να πω. Τα περισσότερα τα χω ξεχάσει.”
“Ω μη μου λες τώρα μαλακίες, εγώ κάθησα και σου τα είπα όλα κι εσύ μου λες ότι δεν έχεις και  πολλά να πεις;”
“Μα είναι αλήθεια. Τόσα χρόνια μέσα σ’ αυτήν τη σαπίλα της Αθήνας είχα πια ξεχάσει το ποιός  είμαι, το ποιός ήμουν... Τουλάχιστον κατάφερα να απαντήσω στο που πάω...”
“Που πας;”
“Όπως όλοι μας, έτσι κι εγώ πάω με πάσα βεβαιότητα και μαθηματική ακρίβεια στον τάφο. Ή όπου  αλλού ρίξουνε τα πτωματά μας τέλοσπαντων.”
“Έτσι ε;”
“Έτσι. Πραγματικά, θα σου έλεγα την προσωπική μου ιστορία, αλλά πια δεν έχω προσωπική ιστορία. Δε μπορώ να θυμηθώ καν αν γεννήθηκα σ’ αυτήν την πόλη ή κάπου αλλού, σε κάποιο προάστειο.  Δε μπορώ να θυμήθω αν ποτέ ήταν καλύτερη ή χειρότερη η κατάσταση στην Αθήνα. Δε μπορώ να  θυμηθώ τίποτα από τα παιδικά μου χρόνια. Αυτή η πόλη κατάπιε όλες μου τις αναμνήσεις σα  ρουφήχτρα. Ίσως βέβαια να φταίει και η πρέζα...”
“Αχά, να λοιπόν μια ανάμνηση. Άρα κάποτε ήσουν τζάνκιας.”
“Τζάνκιας δε λες τίποτα. Για τρια χρόνια όλη μέρα, κάθε μέρα, δεν έκανα τίποτα άλλο. Μου φαίνεται  σα θαύμα που κατάφερα να επιβιώσω.”
“Πώς την έκοψες;”
“Ουφ, δύσκολα. Δύσκολα κι επώδυνα. Έφυγα απ’ το σπίτι που έμενα τότε, στα Εξάρχεια, και πήγα  σ’ ένα υπόγειο κάπου κοντά στο Γκάζι. Κλειδώθηκα μέσα - είχα βρει το κλειδί σ’ ένα συρτάρι - και  μετά το πέταξα στο δρόμο από ένα παραθυράκι. Είχα εντωμεταξύ πει και σ’ ένα φίλο να ρχεται κάθε  δυο μέρες και να μου πετάει απ’ το ίδιο παραθυράκι λίγο φαγητό και νερό. Το χα πάρει απόφαση  πως ή θα πέθαινα εκεί μέσα ή θα έκοβα την πρέζα εντελώς - και μετά θα τον έβρισκα τον τρόπο να    βγω. Οι πρώτες βδομάδες ήταν πραγματική κόλαση. Πυρετός, πονοκέφαλοι, ναυτία, πόνοι σ’ όλο  μου το σώμα, παραισθήσεις, φρίκη. Τη νύχτα δεν έκλεινα μάτι. Έξυνα τα νύχια μου στο πάτωμα και  βάραγα το κεφάλι μου στον τοίχο για να μη νιώθω τους πόνους της στέρησης. Τις πρώτες 5-10 μέρες ούτε καν που έτρωγα. Προσπαθούσα κάθε μια ώρα να σπάσω την πόρτα μα ήμουνα πολύ  αδύναμος για να τα καταφέρω. Μετά ξάπλωνα στο στρώμα μου και έκλαιγα και χτυπιόμουν. Έζησα  τη φρίκη σε όλο της το μεγαλείο... Όποτε ερχότανε ο φίλος μου να μ’ αφήσει το φαγητό στο  παραθυράκι εγώ πήγαινα από κάτω και τον έβριζα, του φώναζα ό,τι πιο χυδαίο και άρρωστο  μπορούσα να σκεφτώ, και μετά από λίγο ξέσπαγα σε λυγμούς και του ζητούσα να με συγχωρέσει,  και τον παρακαλούσα να με βοηθήσει να βγω από κει μέσα. Ευτυχώς εκείνος με αγνοούσε. Λίγο  καιρό αργότερα είχα τουλάχιστον αρχίσει να τρώω, όχι πολύ, ίσα ίσα για να μην πεθάνω από την  πείνα. Μα οι πόνοι δεν έφευγαν. Τέλοσπαντων, έξι - εφτά μήνες αργότερα ήμουνα πολύ καλύτερα.  Έτρωγα κανονικά,και τα βράδια κοιμόμουνα κάμποσες ώρες. Ακόμα με χτυπούσε ανά καιρούς η  φρίκη, αλλά πολύ πιο ήπια. Και τελικά, αφού πέρασα σχεδόν ένα χρόνο σαν το αρούρι μες σε κείνο  το υπόγειο, μια μέρα αποφάσισα πως τα χα καταφέρει. Πήρα φόρα και κλώτσησα την πόρτα με όλη  μου τη δύναμη. Δυο κλωτσιές ακόμα κι είχε ανοίξει. Βγήκα έξω, σχεδόν τυφλώθηκα απ’ τον ήλιο  που χα να δω μήνες. Βρήκα το φίλο μου που μου φερνε το φαγητό, και παρέα αποφασίσαμε να  εγκατασταθούμε κάπου ήσυχα, σίγουρα κάπου μακριά απ’ τα Εξάρχεια. Κι έτσι μετακομίσαμε στη  γειτονιά μας, στις Τρεις Γέφυρες. Εκεί γνώρισα και τον Νίκο και το Μανώλη και όλη την παρέα. Κι  εσένα φυσικά... Και ναι, αυτό... Αυτή είναι η ιστορία μου... Αλλά τέλοσπαντων, όπως είπες κι εσύ,  πια δεν έχει σημασία. Έτσι κι αλλιώς, απόψε όλα θα τελειώσουν.”
Ο Στέφανος έγνεψε καταφατικά, και μετά γύρισε προς το μέρος μου.
“Έτοιμος;”
“Έτοιμος.”
“Πάμε.”
Μπήκε δεξιά σ’ ένα στενό, και συνέχισε για κάμποσα μέτρα ευθεία. Στην άκρη του δρόμου  φαίνονταν τα μπλε και κόκκινα φώτα ενός περιπολικού. Τα δικά μας φώτα ήταν σβηστά.  Πλησιάσαμε και διέκρινα τέσσερις μπάτσους να στέκονται όρθιοι και να κουβεντιάζουν. Μας  αντιλήφθηκαν λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, κι ένας τους μας έκανε σήμα να σταματήσουμε. Ο  Στέφανος έκοψε ταχύτητα και μου ριξε ένα βλέμμα, και τότε εγώ με γρήγορες κινήσεις απλώθηκα κι  έπιασα τα δυο καλάσνικοφ από πίσω, του έδωσα το ένα, και πριν οι μπάτσοι καταλάβουν τι είχε  γίνει βρισκόμασταν κι οι δυο μας στα παράθυρα και ρίχναμε. Μπαμ μπαμ μπαμ μπαμ μπαμ -  αμέτρητες ριπές. Οι μπάτσοι δεν πρόλαβαν καν να βγάλουνε τα όπλα τους, και πέσανε κάτω μες σε  λίμνες αίματος. Οι τρεις τους κείτονταν νεκροί, μα ο Στέφανος διέκρινε τα πόδια του τέταρτου να  σέρνονται πίσω από το περιπολικό. Έκανε να ανοίξει την πόρτα μα τον έπιασα απ’ το μπράτσο και  τον τράβηξα πίσω.
“Πρέπει να τον φάω,” μου είπε, “αλλιώς θα καλέσει ενισχύσεις.”
“Κάτσε μέσα και πάμε να φύγουμε, το έχει κάνει ήδη. Πάμε, γκαζωσέ το!”

Γκάζωσε, πέρασε ξυστά απ’ το περιπολικό στη μέση του δρόμου και συνεχίσαμε πιο μέσα. Δεν  πέρασαν ούτε δυο λεπτά όταν ακούσαμε τις σειρήνες των περιπολικών να πλησιάζουν. Έβγαλα μια  χειροβομβίδα και την πέταξα σ’ ένα στενό στα δεξιά μας, απ’ όπου ερχόταν ένα κωλάδικο.  ΜΠΟΥΜ! Δεν ξέρω βέβαια αν τους πέτυχε. Απ’ τα αριστερά μας όμως είχε εμφανιστεί ένα άλλο  που μας πήρε από πίσω. Οι μπάτσοι άρχισαν να ρίχνουν, το ίδιο έκανε κι ο Στέφανος στα τυφλά με  το πιστόλι του. Μια σφαίρα χτύπησε τον καθρέφτη στη μεριά μου, αλλά κατά τ’ άλλα ήταν πολύ  άστοχοι. Άναψα δυο μολότοφ και τις πέταξα στο αμάξι τους - και γρήγορα τυλίχτηκε σε φλόγες. Οι  μπάτσοι βέβαια πρόλαβαν και βγήκαν έξω, αλλά τους είχαμε πια προσπεράσει κατα πολύ. Πήραμε  μια στροφή απότομα και βρεθήκαμε φάτσα με φάτσα μ’ ένα άλλο περιπολικό, μα μ’ έναν ελιγμό ο  Στέφανος το απέφυγε. Έριξα άλλη μια μολότοφ όπως φεύγαμε, μα αυτή τη φορά δεν το πέτυχα. 
“Ρίξε μερικές ακόμα πίσω μας, θα τους κρατήσουν για λίγο πίσω,” μου είπε, και το κανα, έριξα τρεις  ακόμα μολότοφ στην άσφαλτο κι είδα τις φλόγες να σκαρφαλώνουνε ψηλά στο μολυσμένο ουρανό.  Παρ’ ολά αυτά ένα ακόμα περιπολικό εμφανίστηκε από ένα στενό και μας πήρε από πίσω. Αυτοί  ήταν κάπως καλύτεροι στο σημάδι. Δυο σφαίρες πέρασαν μέσα από το πίσω τζάμι και τρυπήσαν το  παρμπρίζ - κι είμασταν πολύ τυχεροί που δε μας πέτυχε καμία - κι άλλη μια χτύπησε το πίσω δεξί  λάστιχο. Ο Στέφανος έχασε τον έλεγχο για λίγο και το αμάξι πήγαινε ζιγκ ζαγκ σα μεθυσμένος που  τριγυρνάει στους δρόμους αργά τη νύχτα.
“Μας τρύπησαν το λάστιχο!” γύρισα και του πα.
“Και τι θες να κάνω, να βγω να το αλλάξω;!” μου φώναξε τσαντισμένος.

Από μπροστά μας έρχονταν τρέχοντας με χίλια άλλα δυο περιπολικά, κι έτσι πέσαμε στην παγίδα  σαν ποντίκια στη φάκα. Στρίψαμε σ’ ένα στενό αριστερά, κι εκεί μας περίμενε μια κλούβα που χε  κλείσει όλο το δρόμο, και γύρω γύρω καμιά δεκαριά μπάτσοι με φουλ φέης και καλάσνικοφ στα  χέρια. Αρχίσανε να μας πυροβολούνε και σκύψαμε κάτω. Έβγαλα μια χειροβομβίδα και την πέταξα  πάνω τους, και τότε σπάσανε και τρέξαν να κρυφτούνε πίσω από κάδους και υπόστεγα  πολυκατοικιών, δίνοντας μας λίγο χρόνο για ανασύνταξη. ΜΠΟΥΜ! Έσκασε και τύλιξε την κλούβα σε φλόγες. Ο Στέφανος γέμισε το καλασνικόφ του κι εγώ έβγαλα την τελευταία μας χειροβομβίδα  και την πέταξα στα τρία περιπολικά που μόλις είχαν φτάσει πίσω μας. ΜΠΟΥΜ! Δεν είμαι απόλυτα  σίγουρος, μα νομίζω πως ένας μπάτσος δεν πρόλαβε να βγει απ’ το αμάξι και κάηκε ολόκληρος. Οι  υπόλοιποι πρόλαβαν να απομακρυνθούνε. Εμείς πάντως είχαμε παγιδευτεί και δε μπορούσαμε να  φύγουμε. Ο Στέφανος άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω, εγώ έμεινα μες στο αμάξι κι άναψα δυο  μολότοφ, τις έριξα στους μασκοφορεμένους που δειλά δειλά έβγαιναν απ’ τις κρυψώνες του. Ο  Στέφανος άρχισε να τους ρίχνει, ένας έπεσε κάτω λαβωμένος, μα οι υπόλοιποι ανταποδώσαν τα  πυρά. Τέσσερις σφαίρες στο σώμα του, και μια στο κεφάλι. Έπεσε στην άσφαλτο νεκρός, με τα  μάτια του ανοιχτά, κι αίμα να κυλάει στο προσωπό του. Έριξα άλλες δυο μολότοφ, η αδρεναλίνη με  κρατούσε και συνέχιζα και δεν ένιωθα ούτε θλίψη ούτε φόβο. Οι μπάτσοι από πίσω περικυκλώσαν  το αμάξι, και τότε αποφάσισα να βγω με το πιστόλι μου στο χέρι. Έριξα προς το μέρος τους μα δεν  πέτυχα κανέναν. Μπαμ! Μπαμ! Δυο σφαίρες, μια στο δεξί μου μπράτσο και μια στον  ώμο μου.  Έριξα το πιστόλι κάτω κι έπεσα στα γόνατα. Οι τέσσερις μπάτσοι με περικυκλώσανε σημαδεύοντας  όλοι στο κεφάλι μου. Ο ένας τους με πλησίασε με αργά βήματα. Κλώτσησε το πιστόλι μου μακριά,  έφτασε στο μισό μέτρο από μένα κι ακούμπησε την κάνη του όπλου του στο μετωπό μου. Σήκωσα  το κεφάλι και τον κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια. ΜΠΑΜ!..