Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Μια μηχανή που φτύνει βιβλία

made by Breton. 



Πώς βρέθηκα σ'αυτό το μέρος; Το ξέρω πως δεν είναι η θέση μου εδωπέρα, κι όμως να, τα δεσμά που τυλίγουν τα χέρια μου δε με αφήνουν να φύγω. Μουρμουράω λίγα παρακάλια με την ελπίδα ότι κάποιος βρίσκεται σε ένα αόριστο εκεί έξω και θα με σώσει. Τα δεμένα μου μάτια αποδεικνύουν το παράλογο του συλλογισμού μου, όποιος με φερε εδώ δε θέλει το καλό μου ούτε τρέφει τον πιο ελάχιστο σεβασμό για τη βούληση μου. Καλά που ανέχεται τη συνείδηση μου έστω γιατί αλλιώς θα ήμουν  ήδη νεκρός.

Δεν ξέρω πώς κατέληξα δεμένος και φιμωμένος σε ετούτη την καρέκλα, προσπαθώ να την κουνήσω με το βάρος μου, καταφέρνω να ακουστούν απλά μερικά «Κλακ-κλακ», χαρακτηριστικό της ποιότητας του υλικού της, είναι ξύλινη. Οι απόπειρες μου  όμως δε γεννούν μόνο ανατριχιαστικούς ήχους και άχρηστες λεπτομέρειες, όχι.Αποκαλύπτουν πολλά πράγματα. Σα να άκουσα κάποιον να γελάει στο βάθος, να γελάει μαζί μου και με τις αποτυχημένες μου απόπειρες να ξεφύγω από δω. Τουλάχιστον δεν είμαι μόνος. Μα αυτό φυσικά δεν είναι απαραίτητα καλό.

Ο τύπος πλησιάζει, κάθε βήμα του που ακούω να σέρνεται σα πτώμα στο δάπεδο φέρνει και μια επιπλέον ανάμνηση. Ναι... ότι έγινε πρέπει να γινε χθες βράδυ. Ήμουν στον Πειραιά και είχαμε μόλις σχολάσει από το μαγαζί, 8ωρη βάρδια. Ήμουν κουρασμένος και κακοπληρώμενος αλλά απ’ την άλλη όλοι είμαστε έτσι. Δε γκρινιαξα, μόνο χώθηκα κουρασμένος στο τρένο και θρονιάστηκα στο τελευταίο βαγόνι. Ήμουν εγώ και ένας μαυρομάλλης κοντά στην ηλικία μου. Ναι...αυτός πρέπει να ήταν.

Θυμάμαι που με πλησίασε... «Κουρασμένος;» με ρώτησε. Χα... συμβουλεύω τα παιδιά μου να προσέχουν τους ξένους και εγώ παραδόθηκα έτσι εύκολα σε αυτό ακριβώς το λάθος, αν είναι λάθος και όχι απελπισία δηλαδή. Του έγνεψα καταφατικά, μου πρόσφερε λίγο απ’ τον καφέ του...μιλήσαμε για λίγο για τη δουλειά. Ένιωσα το κεφάλι μου βαρύ και τα βλέφαρα μου ακόμα περισσότερο, σιγα σιγά βυθιζόμουν σε λήθαργο, το μόνο πρόλαβα να ακούσω πριν σωριαστώ κάτω ήταν:

«Κανά καλό βιβλίο διαβάζεις;»

[…]

Κάποτε πίστευα πώς είχα μάθει να ψυχολογώ τους ανθρώπους με βάση το βάδισμα τους. Τώρα όμως πέφτω έξω. Ακούω αυτά τα κουρασμένα, σχεδόν νεκρά βήματα του απαγωγέα μου και σχηματίζω στο νου μου την εικόνα ενός αδύναμου ξοφλημένου ανθρώπου. Κι ίσως βέβαια έτσι να ναι, τα μεγάλα κατορθώματα τα καταφέρνουν ακριβώς εκείνοι που έχουν πεταχτεί στον υπόνομο της ιστορίας ως απόνερα και χρονικά παράδοξα. Αλλά απ’ την άλλη γιατί η απαγωγή μου να θεωρείται κάτι σπουδαίο;

Ταπ ταπ ταπ

Τα βήματα του σταματούν και νιώθω την ανάσα του στο πρόσωπο μου, είναι κρύα και ξένη, αν δε του χα μιλήσει στο τρένο θα ορκιζόμουν πώς αυτή είναι η ανάσα των ανθρώπων με τους οποίους δε θα καταφέρω ποτέ  να μιλήσω αλλά εγώ ήπια πρόθυμα τον καφέ που μου πρόσφερε. Μου τραβάει τα δεσμά απ’ τα μάτια μου. Τώρα μπορώ να δω.

«Καλως ορισες», «Σιδερένιος» μου χαμογελάει ο μαυρομάλλης που είχα δει στο τρένο.
Τον βλέπω από κοντά πλέον. Τώρα που ‘ναι όρθιος συνειδητοποιώ ότι είναι πιο ψηλός απ’ ότι θυμόμουν, ίσως και να τον έλεγες όμορφο αλλά το σύνδρομο της Στοκχόλμης δεν αναπτύσσεται τα πρώτα δευτερόλεπτα της επικοινωνίας σου με το θύτη. Δε μοιάζει αγριεμένος ούτε με συνείδηση ότι έκανε κάτι κακό.

«Συγχώρεσε τους τρόπους μου αλλά δεν ήξερα πώς αλλιώς να σε φέρω εδώ» μου λέει μισοαπολογούμενος.
«Που είμαι;» τον ρωτάω
«Στο Μέλλον»
«Στο Μέλλον;»
«Ναι, πάντα ήσουν το Μέλλον, αλλά είναι η πρώτη φορά που είσαι μέσα σε αυτό» μου απαντάει.

Κοιτάω τριγύρω μου αμήχανα ενώ καταπίνω μερικά ml φλέματος. Δείχνει να αντιλαμβάνεται αλλά να μην αποδέχεται την έκπληξη μου και τη μη δυνατότητα κατανόησης των όσων λέει. Πλησιάζει τον τοίχο και πατάει ένα διακόπτη. Οι κόρες των ματιών μου ενστικτωδώς διαστέλλονται. Το δωμάτιο πλημμυρίζει με φως.

«Να δες» μου λέει κουνώντας τα χέρια το
.
Κοιτάω και προσπαθώ να απορροφήσω κάθε πιθανή πληροφορία που θα μου επιτρέψει να μάθω περισσότερα για το τι συμβαίνει εδώ. Το δωμάτιο τελικά δεν είναι δωμάτιο αλλά ένας αρκετά μεγάλος χώρος.  Παλιά γραφεία  που σίγουρα κατασκευάστηκαν πριν το '80  βρίσκονται στη σειρά με ατελείωτα  χαρτιά πάνω τους αλλά όχι υπαλλήλους να δουλεύουν πίσω από αυτά. Υπάρχουν posters λουσμένα με έντονα χρώματα και μηνύματα σε γλώσσες όμως που δεν καταλαβαίνω, ένας υπερμεγέθης υπολογιστής στοιβάζεται μπροστά από κάτι θεόρατα  κόκκινα πανιά που με φοβίζουν. Στην μία άκρη αντικρίζω έντρομος να έχουν στοιβαχτεί κομμένα βαλσαμωμένα χέρια ανθρώπων. Είναι κι αυτά μεγάλα αλλά και γεμάτα μελανιές και κακώσεις. Άραγε να πάλεψαν ή απλά να έζησαν μια δύσκολη ζωή; Ίσως και τα δύο. Στην άλλη άκρη ένα μηχάνημα που συνδέεται με τον τοίχο φτύνει βιβλία προς το εσωτερικό του δωματίου.

«Τι είναι αυτό;» ρωτάω με έκπληξη...
«Γιατί σου τράβηξε αυτό την προσοχή;» με ρωτάει, αισθάνομαι μια ελαφριά ανησυχία στη φωνή του, θα θελε άραγε να με είχε τραβήξει κάτι άλλο;
«Έχω ξαναδεί  ανθρώπινα κομμάτια» του απαντάω « Και μάλιστα σε πολύ χειρότερη κατάσταση από αυτά εδώ, δεν έχω δει ποτέ όμως μηχανή που φτύνει βιβλία»

Κουνάει επιδοκιμαστικά το κεφάλι του, τον ικανοποίησε η απάντηση μου
«Σίγουρα περίμενα να έχεις συνηθίσει τη βία και το αίμα, δε με απογοήτευσες»
«Τι είναι λοιπόν η μηχανή;»επιμένω.

Γυρίζει το κεφάλι του και χαζεύει λίγο το περίπλοκο μηχάνημα «Αυτό» μου λέει «Παράγει όλα τα απαραίτητα πνευματικά εφόδια για να μεγαλώσουν οι επόμενες γενιές και επίσης δίνει μια γόνιμη εργασία στους συγγραφείς που βρίσκονται στο δίπλα δωμάτιο»

«Υπάρχουν άνθρωποι φυλακισμένοι δίπλα; Που μάλιστα γράφουν βιβλία;» ρωτάω κατάπληκτος
«Φυλακισμένοι;» σχολιάζει ειρωνικά «Δεν υπάρχουν φυλακισμένοι πουθενά στον κόσμο, για να υπάρχει η έννοια της φυλακής πρέπει να υπάρχει και η έννοια της ελευθερίας και τέτοια έννοια ούτε υπήρξε ούτε θα υπάρξει ποτέ»

Με βλέπει να μην πολυκαταλαβαίνω και συνεχίζει.
«Άλλωστε όλοι φυλακισμένοι δεν είμαστε;» προσθέτει και μου χαμογελάει με επιτηδευμένη αθωότητα.
«Αυτά που λες» του λέω φωνάζοντας για πρώτη φορά, «Είναι παράλογες γενικότητες, δεν μπορείς να έχεις κάποιον να σου γράφει με τη βία βιβλία επειδή δεν πιστεύεις στην ύπαρξη της ελευθερίας»
«Μπορώ» μου απαντάει απλά
Σωπαίνω.
«Μη μουτρώνεις» μου λέει σα να μάλωνε το 10χρονο γιο του που δε θέλει να φάει κρέας που προέρχεται από “σκοτωμένα ζωάκια” «Άλλωστε τους ταΐζουμε εξίσου καλά με τα παιδιά μας»
«Τα παιδιά σας;» τον ρωτάω διστακτικά
«Να δες» μου λέει

Τραβάει τα πανιά που βρίσκονται μπροστά στον υπολογιστή και αποκαλύπτει στα μάτια μου τη φύση αυτού του μέρους σ’ολη της την ολότητα. Μικρά έμβρυα μεγαλώνουν μέσα σε γυάλες συνδεόμενες με τον υπολογιστή. Θα μπορούσε να το σκεφτεί κανείς σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας, αλλά όχι. Δεν υπάρχουν τρελοί επιστήμονες και και πράσινα υγρά. Όλα ελέγχονται από τα καλώδια και τα κουμπιά που επιτρέπουν στα μωρά να  μεγαλώνουν μέσα σε ένα παχύρευστο υγρό. Στην πάνω πλευρά της γυάλας επικρατεί το απόλυτο μαύρο, στην κάτω της πλευρά το λευκό. Και τα δύο υγρά καταλαμβάνουν ακριβώς  από το μισό κάθε γυάλας σχηματίζοντας μια τέλεια αρμονία που χαλάει μόνο όταν τα έμβρυα γλιστρούν από το ένα άκρο στο άλλο.

«Μου φαίνονται πεινασμένα» σχολιάζει ο απαγωγέας μου και πλησιάζει προς το μέρος μου. Κρύος ιδρώτας με λούζει ξανά, το χαμόγελο έχει εξαφανιστεί από το πρόσωπο του, προσπαθώ να αντισταθώ αλλά έτσι δεμένος μου είναι αδύνατον. Πιάνει από την άκρη την καρέκλα που κάθομαι και με πετάει κοντά σε ένα γραφείο πηγμένο στα πόστερς και στα χαρτιά. Βγάζει ένα μπαλτά απ’ το συρτάρι.
«Αν ήσουν διήγημα πώς θα θελες να σε λένε;» ρωτάει και κατεβάζει το μπαλτά στο ένα μου χέρι κόβοντας το.

«ΑΑΑΑΑΑΡΓΚ» ουρλιάζω από τον πόνο και πυροδοτώ την αντίστροφη μέτρηση μέχρι να με εγκαταλείψουν οι αισθήσεις μου.

«Χμ όχι, πολύ φορμαλιστικό για τίτλος» μου λέει και ακρωτηριάζει με δύναμη και το άλλο μου χέρι.
Κοιτάει τα κομμένα μου άκρα με ηδονιστικό ενδιαφέρον «Τέλεια» αναφωνεί, «Νέο υλικό για έμπνευση σε αυτούς τους βρωμιάρηδες μικροαστούς» λέει και τα πετάει στην άκρη
«Δε θέλω να πεθάνω!» του φωνάζω, τον παρακαλάω κατά βάση ενώ τον βλέπω να σηκώνει ξανά το μπαλτά.
«Χα!» απαντάει χαρούμενα και διεστραμμένα «Τέλειο», «Θα τους το προτείνω και αν νομίζουν ότι μπορούν ας κάνουν κι αλλιώς» λέει χαιρέκακα.

Και καρφώνει το μπαλτά στο λαιμό μου.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου